-
121 σακτός
-
122 σακκίας
-
123 σῡκο-μορίτης
σῡκο-μορίτης, ὁ, οἶνος, ein aus der Frucht der συκόμορος bereiteter Wein, Diosc.
-
124 σῡκίτης
-
125 τρυγη-φάνιος
τρυγη-φάνιος, ὁ, οἶνος, aus den Trestern gepreßter Nachwein, Lauer, Poll. 6, 17; τὸ τρυγηφάνιον, 7, 151.
-
126 τρυγίας
-
127 τραπητός
-
128 τροπίας
τροπίας, ὁ, οἶνος, umgeschlagener od. verdorbener Mein, Ar. in VLL.
См. также в других словарях:
οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) … Dictionary of Greek
οἶνος — the ace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)