-
1 καπηλεία
καπηλεία, ἡ, Kleinhandel, Krämerei; neben ἐμπορία u. πανδοκεία Plat. Legg. XI, 918 d; Schenkwirthschaft, οἴνου τε μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν, ὃ δὴ καπηλείαν ἐπονομάζουσιν οἱ πλεῖστοι VIII, 849 d; als ἀνελεύϑερος bezeichnet XI, 919 e. Von geschmückten Frauen heißt es Poll. 5, 102 καπηλείαν ἀσκεῖν προςώπῳ. Vgl. καπηλεύω.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий