-
1 οἰστρο-δίνητος
οἰστρο-δίνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wuth, Leidenschaft umhergetrieben, κόρη, die Io, Aesch. Prom. 591.
-
2 οἰστροδίνητος,
οἰστρο-δίνητος, u. οἰστρο-δόνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wut, Leidenschaft umhergetrieben -
3 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δίνητος, u. οἰστρο-δόνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wut, Leidenschaft umhergetrieben -
4 οἰστροδίνητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστροδίνητος
-
5 οιστροδινητος
См. также в других словарях:
ιπποδίνητος — ἱπποδίνητος, ον (Α) (για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
στρογγυλοδίνητος — ον, Α συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιο δίνητος, οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
σφονδυλοδίνητος — ον, Α αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
οιστροδίνητος — οἰστροδίνητος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο 2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δίνητος (< δινῶ… … Dictionary of Greek