Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
οἰνο-τρόφος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σαρκοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, οινο τρόφος] … Dictionary of Greek
οινοτρόφος — οἰνοτρόφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek