-
61 σκώπτω
Grammatical information: v.Compounds: Also with ἀπο-, ἐπι-, κατα- a. o. As 2. member in φιλο-σκώμμων, - ονος m. `fond of mocking' (Hdt., Plu., Luc. a. o.) with - οσύνη (Poll.).Derivatives: 1. σκῶμμα ( ἐπί-, ἀπό-) n. `mockery, jest' (Att.) with - άτιον n. (Ar.); 2. σκῶψις ( ἐπί-) f. `id.' (Alex., Plu.). 3. σκώπτης m. `mocker' (Archig. a. o.), φιλο-σκώπτης `fond of mocking' (Arist. a. o.) with - έω (Ath.); f. σκώπτρια (Procop.). 4. σκωπτικός `fond of mocking' (Plu., Luc., Poll.). 5. σκωπαλέος (Hdn. Gr.). 5. from the presentstem σκωπτ-όλης m. `mocker' (Ar. a. o.), - ηλός `mocking' (Zonar.). -- On σκώπευμα, σκωπίας s. σκώψ.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Formally one might think for this purely Greek formation of connection both with σκέπτομαι (Curtius 168) as with the group of σκάπ-τω (Groselj Živa Ant. 2, 66 f.). The semantic proces remains to be explained. Diff. Machek Ling. Posn. 5, 68 f. (to Čech. štipati `mock, prickle'). Cf. σκώψ.Page in Frisk: 2,746Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκώπτω
См. также в других словарях:
ιδμοσύνη — ἰδμοσύνη, ἡ (Α) γνώση, εμπειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. ελεημ οσύνη, νοημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] … Dictionary of Greek
μαγαροσύνη — μαγαροσύνη, ἡ (Μ) μιαρότητα, μίασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω, κατά τα ουσ. σε οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη)] … Dictionary of Greek
παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] … Dictionary of Greek
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] … Dictionary of Greek
γειτοσύνη — γειτοσύνη, η (Α) γειτονία (βλ. γειτονιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), χωρίς το ν τού θέματος, κατά τα ουσ. σε οσύνη] … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνοσύνη — και εσπλαγχνοσύνη, η 1. διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση 2. συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσπλαγχνος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος: δικαιοσύνη, καλός: καλοσύνη)] … Dictionary of Greek
ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] … Dictionary of Greek