-
1 ορυκτός
-
2 ὀρυκτός
-
3 ὀρυκτός
-
4 ορυκτος
-
5 ὀρυκτός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀρυκτός
-
6 ὀρυκτός
-
7 ορυκτός
η, ό[ν]1) минеральный; 2) ископаемый;ο ορυκτός πλούτος — ископаемые богатства, богатства недр
-
8 ορυκτός
[ориктос] επ. минеральныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορυκτός
-
9 ορυκτός
[ориктос] επ минеральный. -
10 ὀρυκτός
A dug, formed by digging,τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν Il.8.179
, al., cf. X.An.1.7.14; opp. a natural channel, στόματα, opp.ἰθαγενέα, Hdt.2.17 ; λίμνη ib. 149; ;εἴσοδοι X.An.4.5.25
;ἀποθῆκαι ὀ. ὑπόγειοι Plu.2.770e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρυκτός
-
11 ορυκτός
maden -
12 ορυκτά
ὀρυκτά̱, ὀρυκτήfem nom /voc /acc dualὀρυκτά̱, ὀρυκτήfem nom /voc sg (doric aeolic)ὀρυκτόςdug: neut nom /voc /acc plὀρυκτά̱, ὀρυκτόςdug: fem nom /voc /acc dualὀρυκτά̱, ὀρυκτόςdug: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ὀρυκτά
ὀρυκτά̱, ὀρυκτήfem nom /voc /acc dualὀρυκτά̱, ὀρυκτήfem nom /voc sg (doric aeolic)ὀρυκτόςdug: neut nom /voc /acc plὀρυκτά̱, ὀρυκτόςdug: fem nom /voc /acc dualὀρυκτά̱, ὀρυκτόςdug: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 минеральный
минеральный μεταλλικός, ορυκτός* \минеральныйая вода το μεταλλικό νερό* * *μεταλλικός, ορυκτόςминера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
-
15 ορυκτών
ὀρύκτηςdigger: masc gen plὀρυκτήfem gen plὀρυκτόςdug: fem gen plὀρυκτόςdug: masc /neut gen pl -
16 ὀρυκτῶν
ὀρύκτηςdigger: masc gen plὀρυκτήfem gen plὀρυκτόςdug: fem gen plὀρυκτόςdug: masc /neut gen pl -
17 ορυκτόν
-
18 ὀρυκτόν
-
19 минеральный
επ.ορυκτός, μεταλλικός•-ые вещества μεταλλικές ουσίες•
-ое топливо ορυκτέλαιο καύσιμο•
-ая вода μεταλλικό νερό•
минеральный источник πηγή μεταλλικού νερού•
-ые богатства ορυκτός πλούτος•
-ое масло ορυκτέλαιο.
-
20 воск
ο κηρός, το κερί горный - ο οζο-κηρίτηςканде-лильский - από κανδελίλλη/καντέλιλλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воск
См. также в других словарях:
ὀρυκτός — dug masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… … Dictionary of Greek
ορυκτός — ή, ό 1. αυτός που βγαίνει από τη γη με σκάψιμο ή που γίνεται με σκάψιμο: Ορυκτή τάφρος. – Ορυκτό αλάτι. – Ορυκτός πλούτος. 2. ό,τι διατηρείται στη γη σαν απολίθωμα: Ορυκτά φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρυκτόν — ὀρυκτός dug masc acc sg ὀρυκτός dug neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ориктогнозия — (όρύκτος = ископаемый) или ориктология старое, теперь малоупотребительное название минералогии … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αδαμίνης — Ορυκτός ένυδρος αρσενικός ψευδάργυρος με χημικό τύπο ZnrAsO4(OH). Συνίσταται από βασικό αρσενικό ψευδάργυρο με σκληρότητα 3,5 και ειδικό βάρος 4,35. Κρυσταλλώνεται σύμφωνα με το ρομβικό σύστημα. Το χρώμα του είναι κίτρινο, πράσινο ή ρόδινο. Στην… … Dictionary of Greek
ὀρυκτοῖς — ὀρυκτός dug masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτοί — ὀρυκτός dug masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτοῦ — ὀρυκτός dug masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτούς — ὀρυκτός dug masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῷ — ὀρυκτός dug masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)