-
1 μεταλλικός
μεταλλικός, 1) auf die Bergwerke bezüglich, νόμος, Dem. 37, 35, δίκαι, ib. 36. – 2) von Metall, metallisch, Plut. Symp. 4, 1, 3 M.
-
2 μεταλλικος
-
3 μεταλλικός
μεταλλικόςof: masc nom sg -
4 μεταλλικός
μεταλλικός, (1) auf die Bergwerke bezüglich. (2) von Metall, metallisch -
5 μεταλλικός
η, ό[ν]1) прям., перен. металлический;νομίσματα — металлические деньги, звонкая монета;μεταλλική λάμψη — металлический блеск;
μεταλλική φωνή — металлический голос;
2) минеральный;μεταλλική πηγή — минеральный источник;
μεταλλικά νερά ( — или ΰδατα) — минеральные воды;
§ μεταλλική εποχή — железный век;
σε μεταλλικές δραχμές — исчисленный в золотых драхмах
-
6 μεταλλικός
[мэталликос] εκ. металлический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταλλικός
-
7 μεταλλικός
[мэталликос] επ металлический. -
8 μεταλλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλικός
-
9 μεταλλικός
metaliczny przym. -
10 μεταλλικός
metallicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεταλλικός
-
11 metallic
μεταλλικός -
12 metaliczny
μεταλλικός -
13 μεταλλικά
μεταλλικόςof: neut nom /voc /acc plμεταλλικά̱, μεταλλικόςof: fem nom /voc /acc dualμεταλλικά̱, μεταλλικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 μεταλλικόν
μεταλλικόςof: masc acc sgμεταλλικόςof: neut nom /voc /acc sg -
15 μεταλλικαί
μεταλλικόςof: fem nom /voc pl -
16 μεταλλική
μεταλλικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
17 μεταλλικήν
μεταλλικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 металлический
металлический 1) μεταλλικός (содержащий металл) 2) μετάλλινος (из металла)* * *1) μεταλλικός ( содержащий металл)2) μετάλλινος ( из металла) -
19 минеральный
минеральный μεταλλικός, ορυκτός* \минеральныйая вода το μεταλλικό νερό* * *μεταλλικός, ορυκτόςминера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
-
20 металлический
металл||и́ческийприл μεταλλικός, μεταλλοειδής:\металлическийи́ческий звук ὁ μεταλλικός ἡχος.
См. также в других словарях:
μεταλλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο: Μεταλλικό χρώμα. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μετάλλινος: Μεταλλικό εργαλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλικά — μεταλλικός of neut nom/voc/acc pl μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc/acc dual μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῶν — μεταλλικός of fem gen pl μεταλλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικόν — μεταλλικός of masc acc sg μεταλλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαῖς — μεταλλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαί — μεταλλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῖς — μεταλλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῦ — μεταλλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῆς — μεταλλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)