-
21 νούς
ο1) ум, разум; рассудок; интеллект;εφευρετικός νούς — изобретательный ум;
οξύς νούς — острый ум;
κοινός νούς — здравый смысл;
μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;
2) склад ума, образ мыслей;επιστημονικός νούς — научный склад ума;
3) мысль;πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;
ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;
4) замысел, идея;ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;
5) смысл;§ κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;
πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;
αυτό βγάλ' το από τό -
22 3691
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3691
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀξύς — 2 sharp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξέσι — ὀξύς 2 sharp neut dat pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)