-
21 ὁλό-τροπος
ὁλό-τροπος, auf alle Art und Weise, im adv., Sp.
-
22 ὁλό-τροχος
ὁλό-τροχος, zur Erkl. von ὁλοίτροχος gebildet.
-
23 ὁλό-τμητος
ὁλό-τμητος, ganz zerschnitten, B. A. 54.
-
24 ὁλό-φωτος
-
25 ὁλό-φωνος
-
26 ὁλό-φῡλος
-
27 ὁλό-χροος
-
28 ὁλό-χρῡσος
ὁλό-χρῡσος, ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.
-
29 ὁλό-χαλκος
ὁλό-χαλκος, ganz ehern, Schol. Eur. Phoen. 115.
-
30 ὁλό-χλωρος
ὁλό-χλωρος, ganz blaßgelb, Diosc.
-
31 ὁλό-ψῡχος
-
32 ὁλό-γραφος
ὁλό-γραφος, = ὁλογράμματος, Euseb.
-
33 ὁλό-κυρον
ὁλό-κυρον, τό, hieß im Pontus die χαμαίπιτυς, Diosc.
-
34 ὁλό-κυκλος
ὁλό-κυκλος, mit ganzem Kreise, Sp., σελήνη, der Vollmond.
-
35 ὁλό-καυτος
ὁλό-καυτος, ganz verbrannt, τὸ ὁλόκαυτον, das Brandopfer, LXX.
-
36 ὁλό-κνημος
ὁλό-κνημος, mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.
-
37 ὁλό-κοπος
-
38 ὁλό-κληρος
ὁλό-κληρος, in allen seinen Theilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαϑεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασϑαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασϑαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.
-
39 ὁλό-ξηρος
ὁλό-ξηρος, ganz trocken, Sp.
-
40 ὁλό-λεπρος
ὁλό-λεπρος, ganz aussätzig, Sp.
См. также в других словарях:
ολο- — (από το όλος), α’ συνθετ. με επιτατ. σημασία: ολό χρυσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. χρον., συνέχεια, αδιάκοπα, πάντοτε: Όλο τσακώνεται κι όλογκρινιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. βλ. όλος … Dictionary of Greek
όλο(ν) — το βλ. όλος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek