-
1 ὁλό-κνημος
ὁλό-κνημος, mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.
-
2 ὁλόκνημος
ὁλό-κνημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόκνημος
-
3 ὁλόκνημος
ὁλό-κνημος, mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen
См. также в других словарях:
ισόκνημος — ἰσόκνημος, ον (Α) αυτός που έχει ισομήκεις κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ολό κνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek