-
1 ολο-
-
2 όλο
επίρρ. всё время, непрерывно, беспрестанно -
3 όλο
[оло] επίρ. все время, толькоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όλο
-
4 όλο
[оло] επίρ все время, только. -
5 όλο το ..
cито..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όλο το ..
-
6 όλο
hep, devamlı, her zaman -
7 όλο
tout -
8 ὁλό-καυστος
ὁλό-καυστος, = ὁλό-καυτος (?).
-
9 ὁλο-σπάδης
ὁλο-σπάδης, ὁ, = Folgdm, Hesych., od. ὁλο σπαδής, ές, wenn die Form ὁλοσπαδεῖς richtig ist.
-
10 ὀλο-φλυκτίς
ὀλο-φλυκτίς, ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.
-
11 ὀλο-εργός
ὀλο-εργός, dasselbe, Nic. Th. 828.
-
12 ὀλο-εργής
-
13 ὁλό-πτερος
ὁλό-πτερος, mit ganzen Flügeln; τὰ ὁλόπτερα heißen die Insekten mit ungespaltenen Flügeln, wie Bienen, im Ggstz der σχιζόπτερα, Arist. part. an. 4, 12 incess. anim. 15 u. öfter.
-
14 ὁλό-πῡρος
-
15 ὁλό-στροφος
ὁλό-στροφος, ganz gedreht, Hesych. s. v. ἐλελίστροφε.
-
16 ὁλό-σφαλτος
ὁλό-σφαλτος, ganz fehlerhaft, Sp.
-
17 ὁλό-σφῡρος
ὁλό-σφῡρος, = ὁλοσφύρητος, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 206.
-
18 ὁλό-σχιστος
ὁλό-σχιστος, ganz gespalten, Ggstz von σύνϑετος, περικαλύμματα, Plat. Polit. 279 d.
-
19 ὁλό-σχοινος
ὁλό-σχοινος, ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι.
-
20 ὁλό-σκιος
См. также в других словарях:
ολο- — (από το όλος), α’ συνθετ. με επιτατ. σημασία: ολό χρυσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. χρον., συνέχεια, αδιάκοπα, πάντοτε: Όλο τσακώνεται κι όλογκρινιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όλο — επίρρ. βλ. όλος … Dictionary of Greek
όλο(ν) — το βλ. όλος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek