-
1 ὁλό-καυστος
ὁλό-καυστος, = ὁλό-καυτος (?).
См. также в других словарях:
πολύκαυστος — η, ο / πολύκαυστος, ον, ΝΑ αυτός που έχει καεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καυστός (< καίω), πρβλ. ολό καυστος] … Dictionary of Greek
1 ὁλό-καυστος
ὁλό-καυστος, = ὁλό-καυτος (?).
πολύκαυστος — η, ο / πολύκαυστος, ον, ΝΑ αυτός που έχει καεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καυστός (< καίω), πρβλ. ολό καυστος] … Dictionary of Greek