-
1 ὀλολῡγή
ὀλολῡγή, ἡ, lautes Geschrei; αἱ δ' ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀϑήνῃ χεῖρας ἀνέσχον, Il. 6, 301, vom lauten Anruf der Athene; ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν, Eur. Med. 1176; σεμναί, Troad. 1073; Ar. Lys. 240; ἐν ἱεροῖσι, Her. 4, 189; κραυγῇ καὶ ὀλολυγῇ χρώμεναι, von Frauen, Thuc. 2, 4; Folgde; Luc. Bacch. 4; Plut.
-
2 ολολυγη
-
3 ολολυγή
-
4 ὀλολυγῇ
-
5 ολολυγή
-
6 ὀλολυγή
-
7 ὀλολῡγή
ὀλολῡγή, ἡ, lautes Geschrei; αἱ δ' ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀϑήνῃ χεῖρας ἀνέσχον, vom lauten Anruf der Athene -
8 ὀλολυγή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀλολυγή
-
9 ὀλολυγή
A loud cry, esp. of women invoking a god, , cf. h.Ven.19 (pl.), Ar.Lys. 240 ;δοκέει ἔμοιγε καὶ <ἡ> ὀ. ἐπὶ ἱροῖσι ἐνταῦθα πρῶτον γενέσθαι Hdt.4.189
;θεία μακάρων ὀ. Ar.Av. 222
; κραυγῇ τε καὶ ὀ. χρωμένων, of the alarm given in the attack on Plataea, Th.2.4.—Mostly in good sense, sts. even opp. to a wailing cry, ;σύν τ' εὐαγορίᾳ σύν τ' εὔγμασι σύν τ' ὀλολυγαῖς Call.Lav.Pall. 139
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλολυγή
-
10 ολολυγή
η, ολολυγμός ο плач, рыдание -
11 ολολυγα
-
12 ολολυγμα
-
13 ολολυγμος
-
14 ολολυγά
ὀλολῡγά̱, ὀλολυγήloud cry: fem nom /voc /acc dualὀλολῡγά̱, ὀλολυγήloud cry: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ὀλολυγά
ὀλολῡγά̱, ὀλολυγήloud cry: fem nom /voc /acc dualὀλολῡγά̱, ὀλολυγήloud cry: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ὀλολῡγών
ὀλολῡγών, ῶνος, ἡ, wie ὀλολυγή, 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Thier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten ζῷον λιμναῖον. Vgl. noch Parthen. 11.
-
17 ἐρί-μῡκος
-
18 εριμυκος
-
19 ολολυγής
-
20 ὀλολυγῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… … Dictionary of Greek
ὀλολυγῇ — ὀλολῡγῇ , ὀλολυγή loud cry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγή — ὀλολῡγή , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek
ὀλολυγά — ὀλολῡγά̱ , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc/acc dual ὀλολῡγά̱ , ὀλολυγή loud cry fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
κορκορυγή — κορκορυγή, ἡ (Α) υπόκωφος θόρυβος, βοή («κορκορυγαὶ δ ἀνὰ ἄστυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Το θ. κορ πιθ. < κόραξ και ο σχηματισμός κατά τα βορβορυγή, ολολυγή] … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
ολολυγαίος — ὀλολυγαῑος, αία, ον (Α) [ολολυγή] αυτός που βγάζει οξεία κραυγή, που ξεφωνίζει («ὀλολυγαία νυκτερίς», επιγρ.) … Dictionary of Greek
ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα … Dictionary of Greek
ὀλολυγαῖς — ὀλολῡγαῖς , ὀλολυγή loud cry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)