Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οι+συνθήκες

  • 81 пресс

    α.
    1. (τεχ.) πιεστήριο.
    2. χαρτο-στάτης.
    3. μτφ. το βάρος•

    налоговой пресс το βάρος των φόρων.

    εκφρ.
    брюшной пресс – κοιλιακοί μυώνες•
    положить под пресс – βάζω στο πιεστήριο (σε συνθήκες δύσκολες).

    Большой русско-греческий словарь > пресс

  • 82 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 83 приживаемость

    θ.
    εγκλιματισμός• προσαρμογή στις νέες συνθήκες (για φυτά).

    Большой русско-греческий словарь > приживаемость

  • 84 проложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•

    проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.

    2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•

    проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.

    3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).
    4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•

    проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.

    εκφρ.
    проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•
    проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου.

    Большой русско-греческий словарь > проложить

  • 85 рай

    рая, προθτ. о рае, в раю α. (θρησκ.) Παράδεισος. || μτφ. τόπος με ιδανικές συνθήκες ζωής.
    εκφρ.
    земной рай ή рай земной – επίγειος παράδεισος.

    Большой русско-греческий словарь > рай

  • 86 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 87 сжиться

    ρ.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι• (σε συνθήκες, περιβάλλο).

    Большой русско-греческий словарь > сжиться

  • 88 синоптический

    επ.
    1. συνοπτικός, περιληπτικός.
    2. μετεωρολογικός•

    -ие условия μετεωρολογικές συνθήκες.

    εκφρ.
    - ая карта – μετεωρολογικός χάρτης.

    Большой русско-греческий словарь > синоптический

  • 89 сносный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    υποφερτός• ανεκτός•

    -ая жизнь υποφερτή ζωή•

    -ые условия υποφερτές συνθήκες.

    || καλός, μέτριος• ικανοποιητικός. || για χάλασμα, για γκρέμισμα• κατεδαφιστέος•

    сносный дом κατεδαφιστέο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > сносный

  • 90 создать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. создал, -ла, -ло•, προστκ. создай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созданный, βρ: -дан, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω• κατασκευάζω•

    создать индустрию φτιάχνω βιομηχανία•

    создать новую машину κατασκευάζω καινούρια μηχανή•

    создать поэму φτιάχνω ποίημα•

    создать симфонию (μουσ.) φτιάχνω συμφωνία.

    2. ιδρύω, συγκροτώ•

    создать партию ιδρύωκόμμα•

    создать кружок ιδρύω όμιλο.

    || κάνω•

    создать шум κάνω θόρυβο.

    3. δημιουργώ• συνθέτω• καθορίζω•

    создать условия для работы δημιουργώ συνθήκες για εργασία•

    создать затруднения δημιουργώ δυσκολίες.

    εκφρ.
    быть созданным друг для друга – είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (πολύ ταιριασμένο αντρόγυνο).
    δημιουργούμαι, γίνομαι• εμφανίζομαι, προβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > создать

  • 91 сознание

    ουδ.
    1. συνείδηση• συναίσθηση•

    быть без -я είμαι αναίσθητος•

    сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•

    классовое сознание ταξική συνείδηση•

    рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.

    2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•

    сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•

    первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•

    бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•

    общественное сознание κοινωνική συνείδηση•

    пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.

    3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.
    4. οι αισθήσεις•

    потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•

    к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.

    εκφρ.
    до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•
    жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сознание

  • 92 сообразовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообразованный, βρ: -ван, -а, -о
    φέρω σε αντιστοιχία, κανονίζω•

    сообразовать расходы с доходами κανονίζω τα έξοδα με τα έσοδα.

    1. αντιστοιχώ, συμφωνώ.
    2. συμμορφώνομαι• προσαρμόζομαι•

    сообразовать с местными условиями προσαρμόζομαι στις τοπικές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > сообразовать

  • 93 среда

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, θ.
    1. ύλη, σώματα• σφαίρα•

    питательная среда θρεπτικές ύλες.

    2. το περιβάλλον οι συνθήκες•

    географическая среда γεωγραφικό περιβάλλον.

    || κύκλος•

    литературная среда λογοτεχνικός κύκλος•

    рабочая среда εργατικό περιβάλλον•

    в -е учащихся στο μαθητικό περιβάλλον.

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, δοτ. -ам θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας).

    Большой русско-греческий словарь > среда

  • 94 томление

    ουδ.
    1. βασάνισμα, καταπόνηση, παίδευμα• λιώσιμο• σακάτεμα.
    2. μαγεί-ρευμα πνικτού, βράιμο στον ατμό,
    3. λιώσιμο μαντεμιού.
    4. διατήρηση σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томление

  • 95 трудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    трудный путь δύσκολος δρόμος•

    -ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες•

    -ая жизнь δύσκολη ζωή.

    || σοβαρός, βαρύς•

    -ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•

    трудный больной βαριά άρρωστος.

    || που πονά, πονεμένος•

    -ая рука το πονεμένο χέρι•

    -ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.

    Большой русско-греческий словарь > трудный

  • 96 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 97 убийственный

    επ., βρ: -вен κ. -венен, -вен- на, -венно.
    1. θανάσιμος, θανατικός• θανατηφόρος, φονικός.
    2. μτφ. αβάσταγος, ανυπόφορος• καταστρεπτικός, ολέθριος•

    -ые условия ανυπόφορες συνθήκες•

    -ые последствия ολέθριες συνέπειες.

    || μτφ. φοβερός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, μέγιστος.

    Большой русско-греческий словарь > убийственный

  • 98 хамелеон

    α.
    1. χαμαιλέοντας.
    2. μτφ. άνθρωπος των περ (.στάσεων (προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > хамелеон

См. также в других словарях:

  • συνθήκες — οι κατάσταση πραγμάτων, όροι: Αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες. – Σπούδασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες. – Δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φοντενεμπλό, συνθήκες του- — Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»