Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οι+συνθήκες

  • 41 располагающей

    располагающей II
    1. прич. от располагать II·
    2. прил ἐλκυστικός, θελκτικός, προσηνής:
    \располагающейая внешность τό ἐλκυστικό παρουσιαστικό· \располагающейая обстановка οἱ εὐνοϊκές συνθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > располагающей

  • 42 создавать

    создавать
    несов вразн. знач. δημιουργώ:
    \создавать кружок συγκροτώ (или ὁργανώνω) δμιλο· \создавать благоприятные условия δημιουργώ εὐνοϊκές συνθήκες (или · δ-ρους)· \создавать впечатление προξενώ τήν ἐντύπωση· \создавать иллюзии δημιουργώ αὐταπάτες.

    Русско-новогреческий словарь > создавать

  • 43 социально-бытовой

    социально-бытов||ой
    прил:
    \социально-бытовойые условия οἱ κοινωνικές· καί βιοτικές συνθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > социально-бытовой

  • 44 учет

    учет
    м
    1. ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἀπογραφή/ ὁ ελεγχος (проверка):
    \учет товаров ἡ ἀπογραφή ἐμπορευμάτων бухгалтерский \учет ὁ λογιστικός ἐλεγχος· вести \учет κρατώ λογαριασμό· производить \учет κάνω ὑπολογισμό, κάνω ἀπογραφή· не поддаваться \учету δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπολογιστεί, εἶναι ἀνυπολόγιστος·
    2. (регистрация) ἡ καταγραφή, ἡ ἐγγραφη στό βιβλίο· брать на \учет ἐγγράφω (στό μητρώο, στον κατάλογο)· стать на \учет ἐγγράφομαι (στό μητρώο, στον κατάλογο)·
    3. фин. (векселей) ἡ προεξόφληση [-ις]· ◊ с \учетом конкретных условий παίρνοντας ὑπ· δψι τίς συγκεκριμμένες συνθήκες.

    Русско-новогреческий словарь > учет

  • 45 человеческий

    человеч||еский
    прил
    1. ἀνθρώπινος, ἀνθρωπινός:
    \человеческий организм ὁ ἀνθρώπινος ὁργανισμός· жить в \человеческийеских условиях ζῶ σέ ἀνθρωπινές συνθήκες·
    2. см. человечный, \человеческийество с ἡ ἀνθρωπότητα [-ης]:
    прогрессивное \человеческийество ἡ προοδευτική ἀνθρωπότητα.

    Русско-новогреческий словарь > человеческий

  • 46 insanitariness

    noun ανθυγιεινές συνθήκες

    English-Greek dictionary > insanitariness

  • 47 sultry

    1) ((of weather) hot but cloudy, and likely to become stormy.) (για καιρικές συνθήκες κτλ.) υγρός και αποπνικτικός
    2) ((of a person, especially a woman) passionate.) αισθησιακός, λάγνος

    English-Greek dictionary > sultry

  • 48 аналогичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно;
    ανάλογος, παρόμοιος•

    аналогичный случай ανάλογη περίπτωση•

    -ые условия παρόμοιες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > аналогичный

  • 49 антисанитарный

    επ.
    ανθυγιεινός•

    -ые условия ανθυγιεινές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > антисанитарный

  • 50 благоприятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    1. ευνοϊκός, ευμενής, ευεργετικός•

    -ые условия ευνοϊκές συνθήκες.

    2. ευάρεστος, αρεστός, ευχάριστος•

    -ые вести ευχάριστες ειδήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > благоприятный

  • 51 божеский

    επ.
    1. παλ. θεϊκός.
    2. δίκαιος, λογικός•

    -ая цена λογική τιμή•

    -ие условия υποφερτές συνθήκες.

    εκφρ.
    яви(те) -ую милость – (παλ. κ. απλ.) δόσετε ελεημοσύνη! στο φτωχό.

    Большой русско-греческий словарь > божеский

  • 52 бытовой

    επ.
    της καθημερινής ζωής•

    -ые условия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής•

    -ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής•

    бытовой уклад τα ήθη και έθιμα•

    стать -ым явлением γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο•

    -ые предметы αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης.

    Большой русско-греческий словарь > бытовой

  • 53 вредность

    θ.
    βλαβερότητα, βλαπτικότητα, το επιβλαβές•

    вредность курения η βλαβερότηταί του καπνίσματος.

    || ανθυγιεινότητα, οι ανθυγιεινές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > вредность

  • 54 вредный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно. βλαβερός, επιβλαβής, επιζήμιος•

    -ая книга βλαβερό βιβλίο.

    || ανθυγιεινός•

    -ые условия жизни ανθυγιεινές συνθήκες ζωής.

    || κακός•

    вредный пример κακό παράδειγμα•

    -ая привычка κακή συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > вредный

  • 55 всякий

    αντων. επιμεριστική.
    1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.
    2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.
    3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•

    без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•

    без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.

    εκφρ.
    - ая всячинаβλ. всячина•
    во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•
    на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•
    - го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > всякий

  • 56 выносливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    ανθεκτικός, γερός, βασταγερός, αντοχής•

    выносливый человек βασταγερός άνθρωπος.

    || (για φυτά) ανθεκτικός (στις κλιματολογικές συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > выносливый

  • 57 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 58 жилищный

    επ.
    της κατοικίας•

    -ое строительство οικοδόμιση κατοικιών, χτίσιμο σπιτιών•

    жилищный фонт κεφάλαιο (κονδύλιο) οικοδόμισης κατοικιών•

    -ые условия συνθήκες στέγασης•

    жилищный вопрос ζήτημα στέγασης.

    || του οικισμού.

    Большой русско-греческий словарь > жилищный

  • 59 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 60 житьё

    ουδ.
    ζωή, βίος (για συνθήκες)•

    солдатское житьё η ζωή του στρατιώτη•

    ему плохое житьё αυτός ζει (περνά) άσχημα•

    житье-бытье τρόπος ζωής•

    ему житьё αυτός ζει πλουσιοπάροχα•

    нет -я ζωή ανυπόφορη.

    Большой русско-греческий словарь > житьё

См. также в других словарях:

  • συνθήκες — οι κατάσταση πραγμάτων, όροι: Αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες. – Σπούδασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες. – Δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φοντενεμπλό, συνθήκες του- — Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»