-
21 зависимость
1. (от чего-л) η εξάρτηση 2. (между чём-л.) η σχέση 3. (график) η γραφική αναπαράσταση (της σχέσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зависимость
-
22 заданный
προδιαγεγραμμέν/οςпри - ой величине κατά το - ο μέγεθος, κατά την - η τιμήпри - ьтх условиях κατά τις - ες συνθήκες, κατά τους - ους όρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заданный
-
23 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
24 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
25 кристаллизация
η κρυστάλλωση, το κρυστάλλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристаллизация
-
26 метеообстановка
οι μετεωρολογι-κές/καιρικές συνθήκες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метеообстановка
-
27 метеоусловия
мн. οι μετεωρολογικές συνθήκες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метеоусловия
-
28 обстановка
1. (ситуация, условия) οι συνθήκες, οι περιστάσεις (πλ.) 2. (меблировка) η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстановка
-
29 потолок
1. (верхнее внутреннее покрытие помещения) η οροφή 2. (предельная высота подъема чего-л.) το ανώτερο όριο του ύψουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потолок
-
30 приживаемость
лес. η προσαρμογή των φυτών στις νέες συνθήκεςο εγκλιματισμός, η εγκλιμάτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приживаемость
-
31 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
32 торговля
το εμπόρι/οбартерная - προϊόντων (άνευ χρημάτων), το μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торговля
-
33 фитотрон
(установка для выращивания растений в искусственных условиях) το φυτοτρόνιοη μονάδα/συσκευή καλλιέργειας φυτών σε τεχνητές συνθήκεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фитотрон
-
34 благоприятный
благоприятныйприл εὐμενής, εὐνοϊκός, αίσιος:\благоприятный момент ἡ κατάλληλη στιγμή; \благоприятный ответ ἡ εὐνοϊκή ἀπάντηση [-ις]; находиться в \благоприятныйых условиях βρίσκομαι ὁέ εὐνοϊκές συνθήκες. -
35 жилищный
жили́щ||ныйприл τής κατοικίας:\жилищныйное строительство ἡ οίκοδόμηση κατοικιών, τό κτίσιμο σπιτιών \жилищныйные условия οἱ συνθήκες κατοικίας· \жилищныйный кризис ἡ κρίση κατοικίας. -
36 климатический
климат||и́ческийприл κλιματικός, κλιματολογικός:\климатическийи́ческие условия οἱ κλιματικές (или κλιματολογικές) συνθήκες. -
37 материальный
материальн||ыйприл1. οἰκονομικός:\материальныйое положение ἡ οἰκονομική κατάσταση [-ις]· \материальныйая помощь ἡ χρηματική βοήθεια· \материальныйая зависимость ἡ οἰκονομική ἐξάρτηση· \материальныйые условия οἱ συνθήκες τής ὑλικής ζωής· испытывать \материальныйые затруднения δοκιμάζω οίκονομικές δυσκολίες·2. филос. ὑλικός:\материальныйый мир ὁ ὑλικός κόσμος· ◊ \материальныйая часть тех. τό ὑλικόν, ἡ σκευή. -
38 немыслимый
немыслим||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀφάνταστος (невероятный)/ ἀδύνατος, ἀκατόρθωτος (невозможный)/ ἀπαράδεκτος (неприемлемый):\немыслимыйые условия οἱ ἀφάνταστες συνθήκες. -
39 нормальней
нормальнейприл1. κανονικός, τακτικός, ὁμαλός:\нормальнейая температура ἡ κανονική θερμοκρασία· \нормальнейые условия οἱ ὁμαλές συνθήκες· прийти в \нормальнейое состояние συνέρχομαι, Ερχομαι στά συγκαλά μου·2. (психически здоровый) ὁμαλός. -
40 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...
См. также в других словарях:
συνθήκες — οι κατάσταση πραγμάτων, όροι: Αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες. – Σπούδασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες. – Δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φοντενεμπλό, συνθήκες του- — Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek