Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οι+συνθήκες

  • 61 здешний

    -яя, -ее
    επ. ο εδώ•

    -ие условия жизни οι εδώ συνθήκες ζωής.

    || ντόπιος•

    здешний житель ντόπιος κάτοικος.

    Большой русско-греческий словарь > здешний

  • 62 зимостойкость

    θ.
    αντοχή στο κρύο, στις χειμερινές συνθήκες•

    зимостойкость растения ανθεκτικότητα του φυτού στο ψύχος.

    Большой русско-греческий словарь > зимостойкость

  • 63 климатический

    επ.
    κλιματικός, κλιματολογικός•

    -ие условия κλιματολογικές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > климатический

  • 64 кузница

    θ.
    1. σιδηρουργείο, σιδεράδικο.
    2. (μτφ.) σφυρηλάτηση, καμίνι (ατσάλωμα σε σκληρές συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > кузница

  • 65 лучший

    συγκρ. β. του επ. хороший• καλύτερος•

    дайте мне -его вина δόστε μου καλύτερο κρασί•

    в ожидание -его περιμένοντας το καλύτερο.

    υπερθ. β. ο πιο καλύτερος•

    лучший из всех ο καλύτερος απ όλους•

    -его качества της καλύτερης ποιότητας.

    εκφρ.
    всего -его! – στο καλό! (ευχή αποχαιρετισμού)•
    в -ем виде – (απλ.) κατά τον καλύτερο τρόπο•
    в -ем случае – στην καλύτερτ• περίπτωση, στις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > лучший

  • 66 материальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    υλικός, των υλικών οικονομικός•

    материальный склад αποθήκη υλικών•

    -ое положение υλική κατάσταση•

    -ое благосостояние народа η ευημερία του λαού•

    -ая помощь υλική βοήθεια•

    -ая обеспеченность υλική εξασφάλιση•

    -ые условия οι υλικές συνθήκες•

    испытывать -ые затруднения δοκιμάζω οικονομικές δυσχέρειες•

    -ая часть τμήμα υλικού.

    || (φιλοσ.) της αντικειμενικής ύπαρξης της ύλης•

    материальный мир ο υλικός κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > материальный

  • 67 мимикрия

    θ. (βιολ.) μιμητισμός, προσαρμογή. || μτφ. προσαρμογή στο κοινών ικοπεριβάλλον, στις συνθήκες ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > мимикрия

  • 68 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 69 неодинаковый

    επ., βρ: -ков, -а, -о
    ανόμοιος• άνισος• διαφορετικός•

    -ые условия работы διαφορετικές συνθήκες εργασίας•

    -ого роста διαφορετικού αναστήματος ή ύψους.

    Большой русско-греческий словарь > неодинаковый

  • 70 неопределённый

    επ., βρ: -лнен, -лнна, -лнно
    αόριστος, ακαθόριστος, ασαφής• αδι-ευκρίνητος• αβέβαιος•

    на -ое время επ αόριστο•

    -ые условия ακαθόριστες συνθήκες ή όροι•

    неопределённый ответ αόριστη απάντηση•

    -ое положение αβέβαιη κατάσταση•

    -ая окраска ακαθόριστος χρωματισμός.

    εκφρ.
    - ое местоимение – (γραμμ.) αόριστη αντωνυμία•
    - ая форма глагола – το απαρέμφατο•
    неопределённый член – αόριστο άρθρο.

    Большой русско-греческий словарь > неопределённый

  • 71 неподходящий

    -ая, -ее
    επ.
    αταίριαστος, ακατάλληλος, απρόσφορος• άχρηστος•

    -ие условия ακατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > неподходящий

  • 72 несмотря

    πρόθ. παρά, παρ όλο, παρ ότι, μ όλο που, αν και, μολονότι, ενώ.
    εκφρ.
    ни на что – παντί σθένει, παρ όλες τις αντίξοες συνθήκες, παρά παν εμπόδιο.

    Большой русско-греческий словарь > несмотря

  • 73 нормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•

    -ая температура κανονική θερμοκρασία•

    нормальный рост κανονικό ανάστημα•

    при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.

    2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > нормальный

  • 74 облегчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облегченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. ελαφρύνω, -ώνω
    облегчить ношу ελαφρώνω το φορτίο (το βάρος). || ξαλαφρώνω, μειώνω το βάρος.
    2. απλοποιώ.
    3. βελτιώνω, καλυτερεύω•

    облегчить условия труда καλυτερεύω τις συνθήκες εργασίας•

    положение βελτιώνω την κατάσταση.

    || μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω•

    облегчить боль μαλακώνω τον πόνο.

    1. ελαφρώνομαι, ελαφρώνω• μειώνομαι.
    2. γίνομαι πιο εύκολος• καλυτερεύω, βελτιώνομαι•

    работа -лась η δουλειά έγινε πιο εύκολη.

    3. μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι.
    4. αποπατώ, ξαλαφρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > облегчить

  • 75 обстановка

    θ.
    1. η επίπλωση, τα έπιπλα.
    (θεατρ.) τα σκηνικά.
    2. συνθήκες, κατάσταση, περιβάλλον.
    (στρατ.) κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > обстановка

  • 76 определение

    ουδ.
    1. καθορισμός, προσδιορισμός. || διασαφήνιση, διευκρίνηση, ξεκαθάρισμα.
    2. ορισμός, διατύπωση.
    3. σημείωση, διαγραφή, διάγραμμα.
    4. καθιέρωση. || χορήγηση, παροχή, δόσιμο. || προκαθορισμός.
    5. διορισμός, τοποθέτηση.
    6. (για συνθήκες περιβάλλοντος κ.τ.τ.) καθορισμός.
    7. απόφαση•

    -суда απόφαση δικαστηρίου.

    8. (γραμμ.) προσδιορισμός•

    определение времени, места, образа действия χρονικός, τοπικός, τροπικός προσδιορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > определение

  • 77 определённый

    επ. από μτχ.
    1. ορισμένος, καθορισμένος•

    встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).
    3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•

    он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.

    4. ορισμένος κάποιος•

    в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•

    в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•

    это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.

    5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.
    εκφρ.
    определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).

    Большой русско-греческий словарь > определённый

  • 78 оптимальный

    επ. (γραπ. λόγος) ο πιο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος, ο ευνοϊκότερος•

    -ые условия ιδανικές συνθήκες•

    -ая температура для растений η καλύτερη θερμοκρασία για τα φυτά.

    Большой русско-греческий словарь > оптимальный

  • 79 плохой

    επ., βρ: плох, плоха, плохо.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•

    -йе условия άσχημες συνθήκες•

    плохой человек κακός άνθρωπος•

    плохой характер άσχημος χαρακτήρας•

    -йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•

    плохой пример κακό παράδειγμα.

    || αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•

    писатель αναξιόλογος συγγραφέας.

    2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•

    никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.

    || αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).
    εκφρ.
    - ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•
    шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία.

    Большой русско-греческий словарь > плохой

  • 80 погодный

    επ.
    καιρικός•

    -ые условия καιρικές συνθήκες.

    επ.
    ετήσιος, χρονιατικος.

    Большой русско-греческий словарь > погодный

См. также в других словарях:

  • συνθήκες — οι κατάσταση πραγμάτων, όροι: Αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες. – Σπούδασε κάτω από δυσμενείς συνθήκες. – Δεν τον ευνόησαν οι καιρικές συνθήκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φοντενεμπλό, συνθήκες του- — Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»