-
1 οδικός
η, ό[ν] дорожный;οδικός κόμβος — узловая станция (автодорожная)
-
2 οδικός άξονας
патен правецГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οδικός άξονας
-
3 προς-οδικός
προς-οδικός, ή, όν, zum Einkommen gehörig, einträglich, Strab. XVII.
-
4 παρ-οδικός
παρ-οδικός, ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
-
5 περι-οδικός
περι-οδικός, ή, όν, zu bestimmter Zeit oder an bestimmten Stellen wiederkehrend, periodisch, Plut. de an. procr. e Tim. 14 u. a. Sp. – Bei den Rhett. = in Perioden gesprochen, geschrieben.
-
6 συν-οδικός
συν-οδικός, ή, όν, die Zusammenkunft betreffend; daher, vom Flgdn, νὺξ συνοδική, mondlose Nacht, μήνη συνοδική, interlunium, Synes.
-
7 μεθ-οδικός
μεθ-οδικός, ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεϑοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεϑοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεϑοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεϑοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεϑοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεϑοδική, die Methodik, Sp.
-
8 δι-εξ-οδικός
δι-εξ-οδικός, ή, όν, 1) zum Ausgang gehörig; τὸ δ., der Theil, durch den die Excremente abgehen, Arist. H. A. 1, 13. – 2) ausführlich, ἱστορία Plut. Fab. 16, u. a. Sp.
-
9 ἐξ-οδικός
-
10 карта
ο χάρτηςмагнитная вчт. - η μαγνητική καρτέλλαрельефная - см. анаглифическая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карта
-
11 указатель
указатель м 1) ο δείχτης, дорожный \указатель о οδικός δείχτης 2) (для справок) о πίνακας* * *м1) ο δείχτηςдоро́жный указа́тель — ο οδικός δείχτης
2) ( для справок) ο πίνακας -
12 μεθοδικος
3действующий по правилам, методический, целенаправленный(λόγος, τρόπος, ἐμπειρία, ἐπιστήμη Polyb.)
-
13 παροδικος
-
14 περιοδικος
3регулярно чередующийся, периодический(ἀριθμός Plut.)
περιοδικὸν μέτρον Plut. — чередующийся размер, т.е. гексаметр ( в котором дактили перемежаются со спондеями) -
15 гудронатор
ο (οδικός) ψεκαστήρας της πίσσας ελαίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гудронатор
-
16 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
17 утюг
1. (для глажения ткани) το σίδερο (σιδηρώματος) 2. (дорожный) о (οδικός) ομαλωτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утюг
-
18 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
19 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών. -
20 узел
узелм1. прям., перен ὁ κόμπος, ὁ κόμβος:\узел противоречий о κόμβος τῶν ἀντιθέσεων завязывать \узел δένω κόμπο· завязывать узлом κομποδένω· развязывать \узел λύνω τόν κόμπο·2. (место скрещения, сплетение) ὁ κόμβος:железнодорожный \узел ὁ σιδηροδρομικός κόμβος· \узел дорог ὁ ὁδικός κόμβος·3. (сверток) ὁ μπόγος:\узел с вещами ὁ μπόγος μέ τά πράγματα (μέ τις ἀποσκευές)·4. бот. ὁ ρόζος, ὁ δζος·5. анат.:нервные узлы τά νευρικά γάγγλια· в. (центр) τό κέν-τρον:телефонный \узел τό τηλεφωνικόν κέν-τρον \узел связи воен. κέντρον διαβιβάσεων \узел оборо́ны τό κέντρον ἀμύνης·7. мор. (мера скорости) ὁ κόμβος:8. (прическа) ὁ κότσος:волосы собраны в \узел τά μαλλιά μαζεμένα κότσο· ◊ разрубить гордиев \узел κόβω τόν γόρδιο δεσμό.
См. также в других словарях:
οδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς, στους δρόμους (α. «οδική κυκλοφορία» η διακίνηση ανθρώπων και οχημάτων που γίνεται στις διάφορες οδούς κυκλοφορίας β. «κώδικας οδικής κυκλοφορίας» νομοθετική ρύθμιση τής κυκλοφορίας πεζών και… … Dictionary of Greek
οδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς ή αποτελείται από οδούς: Οδικό δίκτυο. – Οδική κυκλοφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προοδικός — ή, όν, Μ αυτός που εκπορεύεται, που εκπηγάζει από κάπου. Επίρ. προοδικῶς κατά την εκπόρευση, όπως εκπηγάζει κάτι από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οδικός (< ὁδός), πρβλ. παρ οδικός] … Dictionary of Greek
Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland … Deutsch Wikipedia
BOAK — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km … Deutsch Wikipedia
GR-A90 — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km … Deutsch Wikipedia
Highways in Greece — are generally organized so that the odd numbered highways are of north south alignment and even numbered highways are aligned east west. However there are many exceptions. The designation of some important roads of Greece as national was decided… … Wikipedia
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… … Dictionary of Greek