-
1 εμπειρικός
-
2 ἐμπειρικός
-
3 εμπειρικος
I3имеющий опыт, опытный(ἁλιεῖς Arst.)
IIὅ эмпирик (врач «эмпирической» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext. -
4 εμπειρικός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εμπειρικός
-
5 εμπειρικός
η, ό[ν]1) эмпиричный, опытный, опирающийся на практический опыт;εμπειρικός ιατρός — врач-практик;
2) филос. эмпирический;εμπειρικός φιλόσοφος — философ-эмпирик;
εμπειρική κυριαρχία — эмпириокритицизм
-
6 ἐμπειρικός
2 οἱ ἐμπειρικοί the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ -κή their doctrine,= Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full,ἐ. αἵρεσις Gal.
l.c.; soἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S.
Adv. - κῶς empirically,ἰατρεύειν S.E.M.8.204
, cf. Gal.15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπειρικός
-
7 ἐμπειρικός
ἐμ-πειρικός, ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt. Bes. ein Schüler der Ärzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Prinzipien kurierten -
8 εμπειρικώτερον
ἐμπειρικόςexperienced: adverbial compἐμπειρικόςexperienced: masc acc comp sgἐμπειρικόςexperienced: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ἐμπειρικώτερον
ἐμπειρικόςexperienced: adverbial compἐμπειρικόςexperienced: masc acc comp sgἐμπειρικόςexperienced: neut nom /voc /acc comp sg -
10 εμπειρικών
-
11 ἐμπειρικῶν
-
12 εμπειρικόν
-
13 ἐμπειρικόν
-
14 εμπειρικώτατον
ἐμπειρικόςexperienced: masc acc superl sgἐμπειρικόςexperienced: neut nom /voc /acc superl sg -
15 ἐμπειρικώτατον
ἐμπειρικόςexperienced: masc acc superl sgἐμπειρικόςexperienced: neut nom /voc /acc superl sg -
16 empiricus
-
17 μεθ-οδικός
μεθ-οδικός, ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεϑοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεϑοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεϑοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεϑοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεϑοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεϑοδική, die Methodik, Sp.
-
18 δογματικός
δογματικός, der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des ἐμπειρικός; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.
-
19 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
20 формула
ο τύποςопытная - см. эмпирическая -рекуррентная - см. возвратная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формула
См. также в других словарях:
ἐμπειρικός — experienced masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
εμπειρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που από πείρα ξέρει κάτι, που έχει πείρα. 2. που ενεργεί ή γίνεται βάσει της πείρας (και όχι της επιστημοσύνης): Εμπειρικά φάρμακα. 3. (φιλοσ.), που στηρίζεται στην αντίληψη. 4. «εμπειρικός γιατρός», ο πρακτικός γιατρός. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εμπειρίκος, Ανδρέας — (Βραΐλα Ρουμανίας 1901 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Ήταν γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου (βλ. λ. Εμπειρίκος. Όνομα οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο). Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να… … Dictionary of Greek
εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως … Dictionary of Greek
ἐμπειρικώτερον — ἐμπειρικός experienced adverbial comp ἐμπειρικός experienced masc acc comp sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρικῶν — ἐμπειρικός experienced fem gen pl ἐμπειρικός experienced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρικόν — ἐμπειρικός experienced masc acc sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρικώτατον — ἐμπειρικός experienced masc acc superl sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρικαί — ἐμπειρικός experienced fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρικοῖς — ἐμπειρικός experienced masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)