Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξύμβολον

См. также в других словарях:

  • ξύμβολον — σύμβολον , σύμβολον tally neut nom/voc/acc sg σύμβολον , σύμβολος meeting by chance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»