-
1 ξάντης
ξάντης, ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.
-
2 ξαντης
-
3 ξάντης
ξάντηςwool-carder: masc nom sg -
4 ξάντης
ξάντης, ὁ, der Wollekrempler -
5 ξάντης
ο, ξάντρια η тех1) чесальщи|к, -ца; 2) чесальная машина, карда -
6 ξάντης
-
7 ξάντης
cardeur -
8 ξάνται
ξάντηςwool-carder: masc nom /voc plξάντᾱͅ, ξάντηςwool-carder: masc dat sg (doric aeolic) -
9 ξάνταις
ξάντηςwool-carder: masc dat pl -
10 ξάντην
ξάντηςwool-carder: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 ξάνθ'
ξάνθαι, ξάνθηa pale-coloured stone: fem nom /voc plξάνθᾱͅ, ξάνθηa pale-coloured stone: fem dat sg (doric aeolic)ξάντα, ξάντηςwool-carder: masc voc sgξάντα, ξάντηςwool-carder: masc nom sg (epic)ξάνται, ξάντηςwool-carder: masc nom /voc plξάντᾱͅ, ξάντηςwool-carder: masc dat sg (doric aeolic) -
12 ξάντρια
-
13 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
14 шерсточесалка
το ξαντήριο των μαλ-λιών/ερίων, ο ξάντης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шерсточесалка
-
15 гребень
-бня α.1. χτένι, χτένα•частый -πυκνό χτένι•
редкий гребень αραιό χτένι•
черепашный гребень χτένι από κόκκαλο χελώνας.
2. τεχ. ξάνιο λιναριού, κανναβιού, ξάντης, λανάρα. || είδος ηλακάτης (ρόκας).3. το λειρί των πτηνών,4. άκρη, ράχη, κορυφή• φρύδι κύματος.5. βραγιά, βραγός.6. τσάμπουρα σταφυλιών. -
16 чесальщик
-а σ.-ца, -ы θ.ξάντης, -ρια, λαναράς, -ρού. -
17 шерстобит
-а α.εργάτης-ξάντης μαλλιών. -
18 ξάντρια
A putatrix, Gloss.: Ξάντριαι, name of a play by Aeschylus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξάντρια
-
19 ξαίνω
Grammatical information: v.Meaning: `card, comb wool ', metaph.. `scratch, mangle, lacerate' (ξ 423, IA.).Other forms:, fut. ξανῶ, aor. ξῆναι (late ξᾶναι), pass. ξανθῆναι, perf. midd. ἔξασμαι (hell. also ἔξαμμαι).Derivatives: ξάντης m. `woolcarder' (Pl.) with ξαντική (sc. τέχνη) f. `the art of carding wool' (Pl.), f. ξάντριαι `woolcadsters' (tit. of a drama of A.); ξάσμα n. `carded wool' (S. Fr. 1073), also ξάμμα (H. s. πεῖκος), ἀναξασ-μός m. `lacerating' (midd.), ξάνσις f. `carding of wool,' (Gloss.), ξάνιον n. `comb for carding' (Poll., AB, H.), also = ἐπί-ξηνον (Poll.), prob. after κτένιον, but not with Specht Ursprung 239 as old formation; ξανάω (Nik.), - ῆσαι (S.Fr. 498) `(with carding) work hard', ἀποξανᾶν κακοπαθεῖν H.; cf. ὑφανάω: ὑφαίνω and similar cases in Schwyzer 700. -- Here prob. also ἐπίξηνον `chopping-block' with unclear formation (diff., hardly correct, s.v.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Technical expression of woolpreparation, prob. first after the related ὑφαίνω; to ξέω, ξύω (s. vv. and Schwyzer 714). Outside Greek there are no agreements; the comparison with Lat. sentis m. `thorn-bush' (since Persson Stud. 135) is quite hypothetical. After Haas Ling. Posn. 3,76ff. ξαίνω, ξέω, ξύω belong as `protoidg.' to NHG hauen a. cognates, like ὀξύς to ὠκύς etc. (?). The (root)form ξαν- is difficult to explain from IE.; so Pre-Greek? Note also the unexplained ἐπίξηνον.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξαίνω
-
20 ῥινός
Meaning: `the skin of man and animal, the hide, espec. the cow skin, cow hide, shield made of cow hide' (ep. Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 314f. against Bechtel Dial. 3, 19f.).Compounds: Compp., e.g. ῥινο-τόρος `shield-piercing', adjunct of Ares (Φ 392 a.o.), of the θύρσος (Nonn.); ταλαύρινος (= ταλά-Ϝρινος) `shield-bearing' ('shield-enduring' [because of the weight?]; Richardson Hermathena 55, 87ff.; to be rejected Stanford ibd. 54, 121 ff.); usu. attribute to πολεμιστής as des. of Ares (Il.); on the history and explanation of the expression a hypothesis by Leumann Hom. Wörter 196 ff.; on this Trümpy Fachausdrücke 38 w. Nachtr.Derivatives: γρίντης (= Ϝρίντης) βυρσεύς H. (formation prob. after the primary ξάντης, ὑφάντης a.o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The notation γρῖνος δέρμα H. (Aeol.; γρινός Hdn. Gr.) confirms Ϝρῑνός, which is also seen in ταλαύρινος, which was connected with th same verb as ῥίνη (s.v.); so prop. "das Abreissen", resp. "die abgerissene Haut" like δέρμα from δέρω (to which a.o. Skt. dīrṇá- `torn up' with n-suffix like Ϝρῑ-νός). -- The Germanic long i derived from - ei- (cf. Goth. writs with short i), but this is impossible for the Greek form (the case is different with δέρμα, as δέρω means `flay', but *u̯rei-(d-) means rather `scratch'. So the etymology must be rejected. The word could be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,657-658Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥινός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξάντης — wool carder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… … Dictionary of Greek
ξάνται — ξάντης wool carder masc nom/voc pl ξάντᾱͅ , ξάντης wool carder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνταις — ξάντης wool carder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάντην — ξάντης wool carder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνθ' — ξάνθαι , ξάνθη a pale coloured stone fem nom/voc pl ξάνθᾱͅ , ξάνθη a pale coloured stone fem dat sg (doric aeolic) ξάντα , ξάντης wool carder masc voc sg ξάντα , ξάντης wool carder masc nom sg (epic) ξάνται , ξάντης wool carder masc nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριοραβδιστής — ἐριοραβδιστής, ὁ (Α) (παπυρ.) αυτός που ραβδίζει, που ξαίνει τα έρια, ο ξάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ραβδιστής (ραβδίζω)] … Dictionary of Greek
ξάντρια — η (Α ξάντρια) βλ. ξάντης … Dictionary of Greek
ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… … Dictionary of Greek