Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ξυνήων

См. также в других словарях:

  • ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ξυνήων — ξῡνήων , ξυνήων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνέων — ξυνέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ξυνήων …   Dictionary of Greek

  • ξυνών — ξυνών, ῶνος, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. ξυνήων …   Dictionary of Greek

  • ξυνᾶνα — ξῡνᾶνα , ξυνήων masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάονες — ξῡνά̱ονες , ξυνήων masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάονι — ξῡνά̱ονι , ξυνήων masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάοσι — ξῡνά̱οσι , ξυνήων masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήονα — ξῡνήονα , ξυνήων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήονας — ξῡνήονας , ξυνήων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήονες — ξῡνήονες , ξυνήων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»