-
1 ξῡνήν
-
2 σύν-ειμι
σύν-ειμι, mit, zugleich, zusammen sein, ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσϑαι ὀϊζυῖ, Od. 7, 270, noch Unglück erleben; umgehen, πολλοῖς μὲν ἀεὶ νυκτέροις ὀνείρασιν ξύνειμι, Aesch. Pers. 173; Soph. Phil. 481 El. 256 u. öfter; von ehelicher Gemeinschaft, 268. 350, wie Eur. Hel. 304 u. öfter; u. in Prosa, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῠσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν Plat. Theaet. 149 d; Xen. Cyn. 3, 1, 39; oft von Zuständen, in denen man sich befindet, οἵᾳ νόσῳ ξύνεστιν (πόλις), Soph. O. R. 303; u. umgekehrt, ὅτῳ γάμοι ξυνόντες εὑρέϑησαν ἀνόσιοι, O. C. 950; τοῖς πάλαι νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσϑαι, Ai. 331; ἐμοὶ οὐδὲ ξύνεστιν ἐλπίς, Eur. Troad. 677; ξυνεῖναι τῷ κόπῳ, Ar. Plut. 521; γνώμαις καὶ μερίμναις, Nubb. 1386; ἡδοναῖς, Plat. Rep. IX, 586 b; δείμασι, Legg. VII, 791 b; ξυνῆν ἐμαυτῷ, Xen. Hier. 6, 2; τοὺς τῇ γεωργίᾳ συνόντας, die sich mit dem Ackerbau beschäftigen, Oec. 15, 12; ταῖς πόλεσιν, Hier. 2, 14; Sp., ἀπορίᾳ σύνεσμεν Luc. Cronos. 11, εὐδαιμονίᾳ bis accus. 3. – Bes. es mit Jemandem halten, ihm beistehen, Δίκη ξυνοῠσα φωτὶ παντόλμῳ φρένας, Aesch. Spt. 653; ὑμῖν Δίκη χοἰ πάντες εὖ ξυνεῖεν εἰςαεὶ ϑεοί, Soph. O. R. 275; τίς σοι ξυνέσται χείρ; Eur. Hec. 879; ταῖς γνώμαις ἑτέρων, Ar. Vesp. 1460; und als Schüler, um Jemandes Unterricht zu genießen, mit ihm umgehen, Plat. Theaet. 151 a Alc. I, 118 c; τὸ συνεῖναι ἀλλήπολλοῖς τῶν νέων αὐτόϑι καὶ διαλεξόμεϑα, Rep. I, 328 a; adj. verb., ὡς πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ, Prot. 313 b; οἱ συνόντες, die Versammelten, auch die Gäste, Xen. Conv. 1, 15. 6, 2; Schüler, Mem. 1, 4, 1; Vertrau'te, Pol. 4, 24, 2; Luc. Iov. trag. 27 verbindet σύνεστιν ἐπὶ φιλοσοφίᾳ πολλοῖς τῶν νέων; vgl. auch rhet. praec. 23.
-
3 ξῡνήων
См. также в других словарях:
ξυνῆν — σύνειμι 1 sum imperf ind act 1st sg σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σύνειμι 1 sum imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνήν — ξῡνήν , ξυνός common fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… … Dictionary of Greek