-
1 ξῡνάων
ξῡνάων, ονος, ὁ, dor. = ξυνήων; ἑλκέων ξυνάονες, Pind. P. 3, 48.
-
2 ξῡνήων
См. также в других словарях:
ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek