Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεπερνώ

  • 61 позади

    позади́
    1. предлог с род. п. (ὁ)πίσω, ὀπισθεν:
    \позади всех πίσω ἀπ' ὀλους, τελευταίος·
    2. нареч (ό)πίσω:
    остаться \позади μένω πίσω, καθυστερώ· оставить кого-л, \позади ξεπερνώ, προσπερνώ, ἀφήνω πίσω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > позади

  • 62 пояс

    пояс
    м
    1. ἡ ζώνη, τό ζωνάρι / τό σωσί-βιο[ν] (спасательный):
    затяну́ть \пояс σφίγγω τήν ζώνη μου· стоять по \пояс в воде στέκομαι στό νερό ὡς τήν μέση·
    2. (зона) ἡ ζώνη:
    жаркий \пояс ἡ διακεκαυμένη ζώνη· ◊ заткиу́ть кого́-л. за \пояс разг βάζω κάτω κάποιον, ξεπερνώ· кланяться кому-л. в \пояс κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλιση σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > пояс

  • 63 преодолевать

    преодолевать
    несов ὑπερνικώ, ὑπερπηδώ, ξεπερνώ.

    Русско-новогреческий словарь > преодолевать

  • 64 трудность

    тру́дн||ость
    ж ἡ δυσκολία, ἡ δυσχέρεια/ τό ἐμπόδιο[ν], τό πρόσκομμα (препятствие):
    это не представляет никакой \трудностьости αὐτό δέν παρουσιάζει καμμιά δυσκολία· преодолевать \трудностьости ξεπερνώ (или παρακάμπτω) τίς δυσκολίες.

    Русско-новогреческий словарь > трудность

  • 65 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 66 δυσκολία

    δυσκολιά η трудность, затруднение; препятствие;

    προκαλώ δυσκολίες — создавать затруднения;

    φέρω δυσκολίες — чинить препятствия;

    ξεπερνώ ( — или παρακάμπτω) δυσκολίες — преодолевать трудности;

    με μεγάλη δυσκολία — с (большим) трудом;

    χωρίς δυσκολίαбез труда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυσκολία

  • 67 ξαπερνώ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξαπερνώ

  • 68 be too much for

    (to overwhelm; to be too difficult etc for: Is the job too much for you?) πέφτω πολύ,ξεπερνώ την αντοχή/τις ικανότητες(κάποιου)

    English-Greek dictionary > be too much for

  • 69 beggar description

    (to be so great in some way that it cannot be described: Her beauty beggars description.) ξεπερνώ κάθε περιγραφή

    English-Greek dictionary > beggar description

  • 70 exceed

    [ik'si:d]
    (to go beyond; to be greater than: His expenditure exceeds his income; He exceeded the speed limit on the motorway.) υπερβαίνω,ξεπερνώ

    English-Greek dictionary > exceed

  • 71 excel

    [ik'sel]
    past tense, past participle - excelled; verb
    1) (to stand out beyond others (in some quality etc); to do very well (in or at some activity): He excelled in mathematics / at football.) διακρίνομαι,διαπρέπω
    2) (to be better than: She excels them all at swimming.) ξεπερνώ
    - Excellency
    - excellent
    - excellently

    English-Greek dictionary > excel

  • 72 get over

    1) (to recover from (an illness, surprise, disappointment etc): I've got over my cold now; I can't get over her leaving so suddenly.) ξεπερνώ, συνέρχομαι
    2) (to manage to make (oneself or something) understood: We must get our message over to the general public.) κάνω κατανοητό, περνώ
    3) ((with with) to do (something one does not want to do): I'm not looking forward to this meeting, but let's get it over (with).) ξεμπερδεύω

    English-Greek dictionary > get over

  • 73 live down

    (to live through the shame of (a foolish act etc) till it is forgotten.) ξεπερνώ, κάνω να ξεχαστεί

    English-Greek dictionary > live down

  • 74 master

    1. feminine - mistress; noun
    1) (a person or thing that commands or controls: I'm master in this house!) κύριος,αφέντης,κυρίαρχος
    2) (an owner (of a slave, dog etc): The dog ran to its master.) κύριος
    3) (a male teacher: the Maths master.) δάσκαλος
    4) (the commander of a merchant ship: the ship's master.) καπετάνιος
    5) (a person very skilled in an art, science etc: He's a real master at painting.) τεχνίτης,μάστορας,αριστοτέχνης
    6) ((with capital) a polite title for a boy, in writing or in speaking: Master John Smith.) νεαρός κύριος
    2. adjective
    ((of a person in a job) fully qualified, skilled and experienced: a master builder/mariner/plumber.) ειδικευμένος
    3. verb
    1) (to overcome (an opponent, handicap etc): She has mastered her fear of heights.) κυριεύω,καταβάλλω,κυριαρχώ,ξεπερνώ
    2) (to become skilful in: I don't think I'll ever master arithmetic.) μαθαίνω τέλεια
    - masterfully
    - masterfulness
    - masterly
    - masterliness
    - mastery
    - master key
    - mastermind
    4. verb
    (to plan (such a scheme): Who masterminded the robbery?) καταστρώνω
    - master stroke
    - master switch
    - master of ceremonies

    English-Greek dictionary > master

  • 75 negotiate

    [ni'ɡəuʃieit]
    1) (to bargain or discuss a subject in order to agree.) διαπραγματεύομαι
    2) (to arrange (a treaty, payment etc), usually after a long discussion.) διαπραγματεύομαι
    3) (to get past (an obstacle or difficulty).) ξεπερνώ
    - negotiation

    English-Greek dictionary > negotiate

  • 76 outdo

    past tense - outdid; verb
    (to do better than: He worked very hard as he did not want to be outdone by anyone.) ξεπερνώ

    English-Greek dictionary > outdo

  • 77 outgrow

    past tense - outgrew; verb
    (to grow too big or too old for: My son has outgrown all his clothes.) ξεπερνώ καθώς μεγαλώνω/μεγαλώνω και δεν μου χωράνε(τα ρούχα μου)

    English-Greek dictionary > outgrow

  • 78 outnumber

    (to be more (in number) than: The boys in the class outnumber the girls.) ξεπερνώ σε αριθμό

    English-Greek dictionary > outnumber

  • 79 outshine

    past tense, past participle - outshone; verb
    (to be brighter than: She outshone all the other students.) επισκιάζω,ξεπερνώ(σε επιδόσεις)

    English-Greek dictionary > outshine

  • 80 outstrip

    past tense, past participle - outstripped; verb
    (to go much faster than: He outstripped the other runners.) ξεπερνώ(στο τρέξιμο)

    English-Greek dictionary > outstrip

См. также в других словарях:

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — ξεπερνάω / ξεπερνώ, ξεπέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπερνώ — ξεπέρασα, ξεπερασμένος: Τους ξεπερνάει όλους στην εξυπνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …   Dictionary of Greek

  • εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …   Dictionary of Greek

  • ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • υπερεκτρέχω — Α 1. τρέχω έξω 2. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, υπερβαίνω, ξεπερνώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»