Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξεπερνώ

  • 21 превысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεπερνώ, υπερβαίνω•

    превысить план ξεπερνώ το πλάνο•

    превысить всякую меру ξεπερνώ πάθε μέτρο (όριο)•

    превысить рекор καταρρίπτω ρεκόρ.

    || καταχρώμαι•

    министр -ил свою власть ο υπουργός έκαμε κατάχρηση της εξουσίας του.

    Большой русско-греческий словарь > превысить

  • 22 обогнать

    Русско-греческий словарь > обогнать

  • 23 опередить

    опередить, опережать προλαβαίνω* ξεπερνώ (перегнать, лидировать)
    * * *
    = опережать
    προλαβαίνω; ξεπερνώ (перегнать, лидировать)

    Русско-греческий словарь > опередить

  • 24 перевыполнить

    перевыполнить, перевыполнять ξεπερνώ* \перевыполнить план εκτελώ το πλάνο παραπάνω
    * * *
    = перевыполнять

    перевы́полнить план — εκτελώ το πλάνο παραπάνω

    Русско-греческий словарь > перевыполнить

  • 25 перегнать

    перегнать ξεπερνώ, προσπερνώ
    * * *
    ξεπερνώ, προσπερνώ

    Русско-греческий словарь > перегнать

  • 26 превысить

    превысить, превышать υπερβαίνω, ξεπερνώ
    * * *
    = превышать
    υπερβαίνω, ξεπερνώ

    Русско-греческий словарь > превысить

  • 27 преодолевать

    преодолевать, преодолеть υπερνικώ, ξεπερνώ
    * * *
    = преодолеть
    υπερνικώ, ξεπερνώ

    Русско-греческий словарь > преодолевать

  • 28 мера

    мер||а
    ж
    1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:
    \мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·
    2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:
    чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·
    3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:
    решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον.

    Русско-новогреческий словарь > мера

  • 29 обгонять

    обгонять
    несов
    1. ξεπερνώ, προσπερνώ·
    2. перен ξεπερνώ, ὑπερβαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > обгонять

  • 30 перевыполнить

    перевыполнить
    сов, перевыполнять несов ὑπερεκπληρώ, ξεπερνώ:
    \перевыполнить план ξεπερνώ τό πλάνο.

    Русско-новогреческий словарь > перевыполнить

  • 31 перерастать

    перерастать
    несов, перерасти сов
    1. с-х· ξεπερνώ στό ὕψος·
    2. (о людях) ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·
    3. (во что-л.) μετατρέπομαι, μετεξελίσσομαι, μετασχηματίζο.

    Русско-новогреческий словарь > перерастать

  • 32 превзойти

    превзойти́
    сов см. превосходить· ◊ \превзойти самого́ себя ξεπερνώ τόν ἰδιον, ξεπερνώ τόν ἐαυτό μου.

    Русско-новогреческий словарь > превзойти

  • 33 превосходить

    превосходить
    несов
    1. (иметь превосходство) ξεπερνώ, ὑπερέχω, ὑπερτερώ; \превосходить численностью ἔχω ἀριθμητική ὑπεροχή·
    2. (превышать) ξεπερνώ:
    это превосходит все ожидания αὐτό ξεπερνάει τίς προσδοκίες μας.

    Русско-новогреческий словарь > превосходить

  • 34 превысить

    превысить
    сов, превышать несов ὑπερβαίνω, ξεπερνώ:
    \превысить полномочия ὑπερβαίνω τήν δικαιοδοσίαν μου· \превысить нормы выработки ξεπερνώ τίς νόρμες παραγωγής.

    Русско-новогреческий словарь > превысить

  • 35 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 36 перегнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. перегнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегнанный, βρ: -нал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, πηγαίνω•

    перегнать скот на зимние пастбища πηγαίνω τα ζώα στα χειμαδιά.

    || κατευθύνω, (μετα)κινώ.
    2. ξεπερνώ• προσπερνώ, προπορεύομαι. || μτφ. υπερβάλλω, υπερβαίνω•

    -в математике всех соучеников ξεπερνώ στα μαθηματικά όλους τους συμμαθητές.

    3. κουράζω με το πολύ τρέξιμο.
    4. αποσταλάζω, λαμπικάρω.

    Большой русско-греческий словарь > перегнать

  • 37 перерасти

    -сту, -стшь, παρλθ. χρ. перерос
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. переросший; ρ.σ.
    1. μ. ξεπερνώ στο ύψος•

    сын перерос отца ο γιος ξεπέρασε τον πατέρα στο ύψος.

    || μτφ. υπερβάλλω, υπερτερώ.
    2. ξεπερνώ το κανονικό όριο, ψηλώνω αρκετά.
    3. μετεξελίσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перерасти

  • 38 переступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. υπερπηδώ, πηδώ• δρασκελώ• περνώ, διαβαίνω. || στηρίζομαι εναλλάξ•

    переступить с ноги на ногу στηρίζομαι πότε στο ένα, πότε στο άλλο πόδι.

    2. μτφ. ξεπερνώ παραβαίνω, παραβιάζω•

    переступить границы приличия παρεκτρέπομαι (ξεπερνώ τα ό ρια καλής συμπεριφοράς)•

    переступить закон παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > переступить

  • 39 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 40 перегонять

    1. хим. διυλίζω, αποστάζω 2. (в другое место) μετασταθμεύω, μεταφέρω 3. (обгонять, опережать) προσπερνώ, ξεπερνώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегонять

См. также в других словарях:

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — ξεπερνάω / ξεπερνώ, ξεπέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπερνώ — ξεπέρασα, ξεπερασμένος: Τους ξεπερνάει όλους στην εξυπνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • παρατρέχω — ΝΜΑ αντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά» νεοελλ. 1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο 2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …   Dictionary of Greek

  • εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …   Dictionary of Greek

  • ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • υπερεκτρέχω — Α 1. τρέχω έξω 2. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, υπερβαίνω, ξεπερνώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»