Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξενίων

См. также в других словарях:

  • Ξενίων — Αρχαίος Έλληνας ιστοριογράφος, που έζησε την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Αλέξανδρου. Έχει γράψει για την Κρήτη και την Ιταλία. Το έργο του Περί Κρήτης, αναφέρεται συχνά από τον Στέφανο Βυζάντιο …   Dictionary of Greek

  • Ξενιῶν — Ξενίης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιῶν — ξενία hospitality shown to a guest fem gen pl (epic) ξενίζω receive fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενίων — Ξένιος belonging to friendship and hospitality masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίων — ξένιος belonging to friendship and hospitality fem gen pl ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/neut gen pl ξένιος belonging to friendship and hospitality masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουπρασίας, δήμος — Νέος δήμος (11.204 κάτ.) του νομού Ηλείας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αετορράχης, Βάρδας, Καπελέτου, Κουρτεσίου (Κουρτέση), Μανολάδος, Νεαπόλεως, Νέας Μανολάδος, Νησιού και Ξενιών (Καλυβακίων) …   Dictionary of Greek

  • Παλιοχώρα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυβακίων Ξενίων. 2. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Οιτύλου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»