-
1 ξενικος
1) касающийся иностранцевξενικὰ ἁμαρτήματα Plat. — преступления против иноземцев;
ξενικὸν ἀστικόν θ΄ ἅμα μίασμα Aesch. — преступление как против законов о чужеземцах, так и против законов внутренних2) воен. набираемый из иностранцев, наемный(νῆες Thuc.; ξ. στρατός Her.)
3) покровительствующий чужеземцам, охраняющий законы гостеприимства(θεός Plat.)
4) гостеприимный, радушный(τράπεζα Aeschin.)
5) чужеземный, иностранный, чужой(νομαῖα ἱρά Her.; λόγοι Arph.; ἱκτῆρες Eur.; ὀνόματα Plat.; μύρα καὴ πέμματα Plut.)
6) международный, т.е. общедоступный(ὁδός Plut.)
См. также в других словарях:
ξεινικός — ξεινικός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. ξενικός … Dictionary of Greek
ξεινικός — ξενικός of masc nom sg (ionic) ξενικός of masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενικός — ή, ο (ΑΜ ξενικός, ή, όν, Α και ξενικός, όν ιων. τ. ξεινικός, ή, όν) [ξένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα,… … Dictionary of Greek