Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξεινικός

См. также в других словарях:

  • ξεινικός — ξεινικός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. ξενικός …   Dictionary of Greek

  • ξεινικός — ξενικός of masc nom sg (ionic) ξενικός of masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενικός — ή, ο (ΑΜ ξενικός, ή, όν, Α και ξενικός, όν ιων. τ. ξεινικός, ή, όν) [ξένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»