-
1 ξενικός
A of or for a stranger, of foreign kind, opp. ἀστικός, A.Supp. 618 ;ξ. ἱκτῆρες E.Cyc. 370
(lyr.) ; ξενικά taxes paid by aliens at Athens,ξ. τελεῖν D.57.34
; σύσσιτοι ξ., opp. πολιτικοί, Arist.Pol. 1314a10 ; -ωτέρας.. γενομένης τῆς βοηθείας more connected with, or dependent upon, foreigners, ib. 1257a31 ; τὸ ξ. the class of aliens, ib. 1278a7 ; also τὸ ξ. (sc. δικαστήριον ) the court in which aliens sued or were sued, ib. 1300b24, cf. SIG306.24 (Tegea, iv B. C.), PHal.1.164 (iii B. C.) ; ξ. χαλκός foreign money, PStrassb.103.8 (iii B. C.) ;ξ. ἀργύριον IG12.313.57
, 22.1436.56 ;ξ. νόμισμα Pl.Lg. 742b
;ξ. ἐμπόριον PTeb.5.33
(ii B. C.) ; τὰ ξ. alien property, IG9(1).333.3 (Oeanthea, v B. C.) ; ξ. βοσκήματα, τὰ ξ. τῶν σπερμάτων, Thphr.HP9.20.3, 8.8.1, cf. Pl.R. 497b.c in Thessaly, ξ. λύτρωσις manumission which confers non-citizen status, IG9(2).28: freq. ξενικῇ alone, ἀπελευθεροῦσθαι ξ. ib.14, al.2 of foreign troops, etc., νῆες ξ. ships furnished by the allies, Th.7.42 ; but usu. of hired troops,ξ. στρατός Hdt.1.77
; τὸ ξ., = οἱ ξένοι, a body of mercenaries, Ar.Pl. 173, Th.[8.25], X.An.1.2.1, etc. ;ξενικὸν τρέφειν D.4.24
.3 rarely = ξένιος, hospitable,ὁ ξ. θεός
protector of guests,Pl.
Lg. 879e ;ἡ ξ. τράπεζα Aeschin.3.224
, cf. Dosiad.Hist.1 ; ἡ ξενική (sc. φιλία ) friendship between host and guest, Arist.EN 1156a31. Adv.- κῶς
hospitably,Theopomp.Hist.
225.II foreign, strange, νόμαια, ἱρά, Hdt.1.135, 172 ; τὸ ξ., of laws, their foreign origin or character, Pl.Lg. 702c ;ξ. λόγοι Ar.Ach. 634
; ξ. ὀνόματα non-Attic names, Pl.Cra. 401c ;οἶνος ξ. Alex.290
, Diph.32.27 ;δίκαιον τοὺς ξένους πίνειν ξενικόν Alex.230
; γλῶσσα, λίθος, PGiss.99.9(ii/iii A. D.), POxy.1449.46 (iii A. D.) ;ἀγνωστότερα καὶ-ώτερα Arist. Metaph. 995a3
; of style, unfamiliar, i.e. abounding in unusual words and phrases,ξ. λέξις Id.Rh. 1406a15
; τὸ ξ. ib. 1405a8, cf. Po. 1458a22. Adv.- κῶς
in non-Attic fashion,Pl.
Cra. 407b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενικός
См. также в других словарях:
καμπάδικος — η, ο 1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός 2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης β) νωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. άδ ικος, πρβλ. κουβαρντ άδ ικος, ραγι άδ ικος] … Dictionary of Greek
κεραιικός — ή, ό φρ. ζωολ. «κεραιικοί αδένες» ονομασία ζεύγους σωληνοειδών εκκριτικών οργάνων που απαντούν σε ορισμένα αρθρόποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κεραι ικός αντί του ορθ. κεραϊκός (πρβλ. Αχαιός > αχα ϊκός) < κεραία + ίκος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… … Dictionary of Greek
αιθυλενικός — ή, ό λέγεται για ενώσεις ή ρίζες, που περιέχουν στο μόριό τους διπλό δεσμό, όπως τα αλκένια*, τα αλκαδιένια* κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylenic < ethylene (πρβλ. αιθυλένιο) + ic (< icus) (πρβλ. ικός)] … Dictionary of Greek
ακρυλικός — ή, ό Χημ. αυτός που προέρχεται ή έχει σχέση με το ακρυλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acrylic < acr (< acrolein, πρβλ. ακρολεΐνη) + yl (< ύλη) + ic πρβλ. ικος] … Dictionary of Greek
αλειφατικές ενώσεις — ή άκυκλες ή λιπαρές, οι Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή αλυσίδα και όχι κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aliphatic compounds … Dictionary of Greek
βολταϊκός — ή, ό φρ. 1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 2. «βολταϊκό τόξο» φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου… … Dictionary of Greek
εξωφρενικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται από άνθρωπο έξω φρενών ή που δεν μπορεί να κατανοηθεί από τις «φρένες» λογικού ανθρώπου («εξωφρενικές ενέργειες») 2. αυτός που κάνει κάποιον έξω φρενών, που προκαλεί αγανάκτηση («εξωφρενική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω … Dictionary of Greek
ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] … Dictionary of Greek
ιουρασικός — ή, ό και ιουράσιος, α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροσειρά Ιούρα ή στους κατοίκους της 2. το ουδ. ως ουσ. το ιουρασικό γεωλ. η δεύτερη περίοδος τού μεσοζωικού αιώνα, καθώς και η διάπλαση τών στρωμάτων που αποτελέστηκε κατ αυτήν την… … Dictionary of Greek
ισήλιξ — ἱσῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ ῆλιξ)] … Dictionary of Greek