Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ξεν-ικός

См. также в других словарях:

  • καμπάδικος — η, ο 1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός 2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης β) νωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. άδ ικος, πρβλ. κουβαρντ άδ ικος, ραγι άδ ικος] …   Dictionary of Greek

  • κεραιικός — ή, ό φρ. ζωολ. «κεραιικοί αδένες» ονομασία ζεύγους σωληνοειδών εκκριτικών οργάνων που απαντούν σε ορισμένα αρθρόποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κεραι ικός αντί του ορθ. κεραϊκός (πρβλ. Αχαιός > αχα ϊκός) < κεραία + ίκος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενικός — ή, ό λέγεται για ενώσεις ή ρίζες, που περιέχουν στο μόριό τους διπλό δεσμό, όπως τα αλκένια*, τα αλκαδιένια* κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylenic < ethylene (πρβλ. αιθυλένιο) + ic (< icus) (πρβλ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικός — ή, ό Χημ. αυτός που προέρχεται ή έχει σχέση με το ακρυλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acrylic < acr (< acrolein, πρβλ. ακρολεΐνη) + yl (< ύλη) + ic πρβλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • αλειφατικές ενώσεις — ή άκυκλες ή λιπαρές, οι Χημ. όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή αλυσίδα και όχι κλειστό δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aliphatic compounds …   Dictionary of Greek

  • βολταϊκός — ή, ό φρ. 1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 2. «βολταϊκό τόξο» φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου… …   Dictionary of Greek

  • εξωφρενικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται από άνθρωπο έξω φρενών ή που δεν μπορεί να κατανοηθεί από τις «φρένες» λογικού ανθρώπου («εξωφρενικές ενέργειες») 2. αυτός που κάνει κάποιον έξω φρενών, που προκαλεί αγανάκτηση («εξωφρενική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω …   Dictionary of Greek

  • ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] …   Dictionary of Greek

  • ιουρασικός — ή, ό και ιουράσιος, α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροσειρά Ιούρα ή στους κατοίκους της 2. το ουδ. ως ουσ. το ιουρασικό γεωλ. η δεύτερη περίοδος τού μεσοζωικού αιώνα, καθώς και η διάπλαση τών στρωμάτων που αποτελέστηκε κατ αυτήν την… …   Dictionary of Greek

  • ισήλιξ — ἱσῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ ῆλιξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»