Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξέσις

См. также в других словарях:

  • ξέσις — ξέσῑς , ξέσις planing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ξέσις planing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσει — ξέσις planing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ξέσεϊ , ξέσις planing fem dat sg (epic) ξέσις planing fem dat sg (attic ionic) ξέω shave aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσεις — ξέσις planing fem nom/voc pl (attic epic) ξέσις planing fem nom/acc pl (attic) ξέω shave aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσιν — ξέσις planing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέση — η (Α ξέσις) ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α] …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ξυλόξεσις — ξυλόξεσις, ἡ (Α) η χάραξη τού ξύλου, η ξυλογλυπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ξέσις (< ξέω)] …   Dictionary of Greek

  • σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… …   Dictionary of Greek

  • ξέσεως — ξέσεω̆ς , ξέσις planing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσῃ — ξέσηι , ξέσις planing fem dat sg (epic) ξέω shave aor subj mid 2nd sg ξέω shave aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»