Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νῦν+μὲν

См. также в других словарях:

  • νυν δη — νῡν δή (Α) (ισχυρότερος τ. τού νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως 4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» άλλοτε μεν... άλλοτε δε …   Dictionary of Greek

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… …   Dictionary of Greek

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

  • υπόκριση — η / ὑπόκρισις, ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ίσιος, Α [ὑποκρίνομαι] 1. η παράσταση τού ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό 2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. δήλωση… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • ATTICA — hodie Ducato di Sethines, regio Achaiae, sive Helladis in angulo Orientali et Australi, quae et Mopsopia et Cecropia dicta est, in qua Athenae, urbs olim totius Graeciae clarissima. Hinc Atticus adiect. Ovid. Trist. l. 5. El. 4. v. 29. O dulcior… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GABII — Volscorum urbs, 70. mill. pass. ab urbe distans, a Galacto, et Bio fratribus Siculis condita. Solin. c. 8. Fraude autem Sexti Tarqu. Superbi filii in Romanorum ditionem redacta. Liv. l. 1. c. 53. Flor. Virg. Aen. l. 6. v. 773. Urbis huius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHACOTES — Alexandria prius sic dicta, Stephan. Strabo: Κατοικίαν δ᾿ αὐτοῖς ἔδοςαν τὴν προςαγορευομένην Π῾αχῶτιν, ἡ νῦν μὲν τῶν Α᾿λεξανδρέων πόλεώς ἐςτι μέρος, τὸ ὑπερκείμενον τῶν νεωρίων, τοτὲ δὲ χώμη ὑπῆρχε. Pausanias in Eliacis prioribus, ubi de… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»