-
1 νᾱμερτής
-
2 ναμερτής
νᾱμερτής, [full] νᾱμέρτεια, [dialect] Dor. for νημ-. [full] νᾶν, [dialect] Dor. acc. of ναῦς. [full] νανεῖ· ἵπταται, and [full] νανῆσαι· ἵπτασθαι, Hsch. [full] νᾱνίον, τό, Dim. of νᾶνος,A puppet, doll, Gloss.II νάνιον· ἀμνίον, σφάγιον, Hsch. [full] νάνναζον· παιζόμενον, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναμερτής
-
3 νημερτής
νημερτ-ής, ές, [dialect] Dor. [full] νᾱμερτής (the only form used by Trag., A. Pers. 246), ([etym.] νη-, ἁμαρτάνω)A unerring, infallible, γέρων ἅλιος ν., of Proteus, Od.4.349, etc.; ν. τε καὶ ἤπιος, of Nereus, Hes.Th. 235; εἰπεῖν ν. βουλήν a sure decree, i.e. one that will infallibly be put in force, Od.1.86,5.30; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, 3.19, Il.6.376;ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπες 3.204
; πάντα ναμερτῆ λόγον A.l.c. (troch.); μῦθος, βάξις, A.R.4.810, 1184: [comp] Sup.- έστατος Lyc.223
: more freq. as Adv.,νημερτὲς ἐνίσπες Od.22.166
;τῶν γε νόον ν. ἀνέγνω 21.205
;νημερτὲς ὑπόσχεο Il.1.514
: [dialect] Ion. Adv. νημερτέως as trisyll., Od.5.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νημερτής
См. также в других словарях:
ναμερτής — ναμερτής, ές (Α) (δωρ. τ.) βλ. νημερτής … Dictionary of Greek
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» … Dictionary of Greek