-
1 νάνος
-
2 νᾶνος
-
3 νᾶνος
-
4 νᾶνος
Grammatical information: m.Meaning: `dwarf' (Ar. Fr. 427, Arist., Longin., H., POxy. 465, 225; IIp); also a cake from oil and cheese (Ath. 14, 646 c).Other forms: mss. often νάννος; on the notation νάννος (hypocorist. gemination) beside νᾱ̃νος cf. Schwyzer 268.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Lallwort of unknown origin; cf. Schwyzer 423, Björck Alpha impurum 67. Diff. Mahlow Neue Wege 176: from *νεᾱνός (s. νέος) with accentshift. Lat. LW [loanword] nānus (\> Fr. nain etc.), s. W.-Hofmann s.v.; rejected by DELG. -- On the different names of the dwarf s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 707 f.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νᾶνος
-
5 νάνος
[нанос] ουσ α карлик, гном. -
6 νάνος
nain -
7 νάνος
1) karłowaty przym.2) karzeł (m) rzecz.3) krasnoludek (m) rzecz. -
8 νάνος
1) trpasličí2) trpaslík -
9 νάνος
1) dwarf2) midgetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νάνος
-
10 νάννος
νάννος, ὁ, auch νάνος geschrieben, was aber, da α lang sein muß, Ar. Pax 769 wenigstens νᾶνος lauten müßte; – 1) Zwerg, kleines Kind od. Thier, Puppe u. vgl., Schol. a. a. O. νάννοι λέγονται οἱ κολοβοὶ τῶν ἀνϑρώπων; Arist. H. A. 6, 24 braucht es auch adj. u. sagt νάννα εἰσὶ τὰ παιδία πάντα, part. anim. 4, 10. Vgl. Gell. N. A. 19, 13. – 2) ein Käsekuchen, νάνος ἄρτος πλακουντώδης διὰ τυροῦ καὶ ἐλαίοτ σκευαζόμενος, Ath. XIV, 646 b.
-
11 νάνοι
-
12 νᾶνοι
-
13 νάνον
-
14 νᾶνον
-
15 νάνοις
νά̱νοις, νᾶνοςdwarf: masc dat pl -
16 νάνους
νά̱νους, νᾶνοςdwarf: masc acc pl -
17 νάνω
-
18 νάνῳ
-
19 νάνων
νά̱νων, νᾶνοςdwarf: masc gen pl -
20 γίγγλος
γίγγλος· νᾶνος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γίγγλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νᾶνος — dwarf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
νάνος — ο 1. αυτός που πάσχει από νανισμό. 2. άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάνος γαλαξίας — (Αστρον.). Ένας γαλαξίας ασυνήθιστα αμυδρός είτε εξαιτίας του πολύ μικρού μεγέθους του, της πολύ χαμηλής επιφανειακής του λαμπρότητας είτε και των δύο μαζί. Αφού όμως οι γαλαξίες εμφανίζονται σε μία συνεχή κλίμακα μεγεθών από τους γιγαντιαίους… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Νάνος (Ιωάννης) — (Λοζάνη 1921 –). Νομικός, φιλόλογος και λογοτέχνης, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Σταδιοδρόμησε ως διπλωματικός υπάλληλος σε διάφορες πρεσβείες,… … Dictionary of Greek
νᾶνοι — νᾶνος dwarf masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νᾶνον — νᾶνος dwarf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nano- — This article describes the SI prefix. For other meanings, see Nano. Nano (symbol n) is a prefix meaning a billionth. Used primarily in the metric system, this prefix denotes a factor of 10−9 or 0.000000001. It is frequently encountered in science … Wikipedia
Nanolaser — A Nanolaser, also referred to as a miniature laser or plasmonic laser, is a laser, namely a light amplifier by stimulated emission of radiation, that has nanoscale dimensions. While the word nano originates from Greek νᾶνος (=dwarf), the… … Wikipedia
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek