-
101 λεγω
I[ одного корня с λέχος, λόχος, ἄλοχος, λέκτρον] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην, imper. λέξο и λέξεο)1) укладывать в постель, отводить ко сну(τινά Hom.)
2) сковывать сном, усыплять(νόον τινός Hom.)
3) med. ложиться спать(εἰς εὐνήν Hom.)
4) med. засыпать(ἡδέϊ ὕπνῳ Hom.; σὺν παρακοίτι Hes.)
5) med. располагаться, размещаться(παρὰ τάφρον Hom.)
6) med. лежать (без дела), бездействовать(μηκέτι νῦν δῆθ΄ αὖθι λεγώμεθα Hom.)
II(fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην; aor. pass. ἐλέχθην)1) собирать(αἱμασιάς, ὀστέα, med. ξύλα Hom.)
2) выбирать, набиратьπέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην Hom. — я присоединился к ним в качестве пятого3) причислять, относить (к числу кого-л.), считать (в числе кого-л.)(τινὰ ἔν τισι Hom., Aesch.)
λ. τινὰ οὐδαμοῦ Soph. — не ставить кого-л. ни во что;κέρδος αὖτ΄ ἐγὼ λέγω Soph. — это я считаю выгодой (счастьем)4) перечислять, пересказывать(κήδεα θυμοῦ, θέσκελα ἔργα Hom.)
τί σε χρέ ταῦτα λέγεσθαι ; Hom. — зачем тебе это перечислять?5) высказывать, произносить(ὀνείδεά τινι Hom.)
6) med. пересчитывать, сосчитывать, считать(ἀριθμόν Hom.)
[ одного корня с λέγω II] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα - атт. обычно супплетивно: fut. ἐρῶ, aor. 2 εἶπον - реже aor. 1 εἶπα, pf. εἴρηκα; pass.: fut. λεχθήσομαι, aor. ἐλέχθην - чаще ἐρρήθην, pf. λέλεγμαι - чаще εἴρημαι)1) говорить, сообщать, рассказывать(ἀμφί τινος Aesch., περί τινος Soph., Thuc., Arst., NT. и ὑπέρ τινος Soph., Xen. etc.; ψευδῆ, τἀληθῆ, μῦθόν τινα Aesch.)
λέγοις ἄν Plat. — расскажи, пожалуйста;λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — сказано все, т.е. я кончил;λέξαι Οἰδίπουν ὀλωλότα Soph. — сообщить, что Эдип скончался;θανεῖν ἐλέχθη Soph. — сказали, что он погиб;τὰ λελεγμένα Arst. — сказанное (выше);τὰ λεχθησόμενα Arst. — то, что будет сказано (ниже);τὸ (ἐν παροιμίᾳ) λεγόμενον Plat., Arst. etc. — как говорится;ὅ λέγων Dem. — говорящий, оратор;ἀλλήλους τὰ ἔσχατα λ. Xen. — наносить друг другу величайшие оскорбления;в — плеонастических оборотах:χαίρειν τινὴ λ. NT. — приветствовать кого-л.;λ. ἐπί τινι ἀγαθὰς εὐχάς Aesch. — желать счастья кому-л.;λ. τά τινος Dem. — выступать в чью-л. пользу2) гласить(τὰ γράμματα ἔλεγε τάδε Her.; ὡς ὅ νόμος λέγει Dem.)
3) говорить дело, т.е. правильноκινδυνεύεις τι λ. или ἴσως ἄν τι λέγοις Plat. — возможно, что ты прав;
οὐδὲν λέγεις Arph. — ты говоришь вздор;σὺ λέγεις NT. — да, ты правду говоришь4) называть, именовать(τινὰ ἀγαθόν NT.; οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι Xen.; τὰ λεγόμενα στοιχεῖα Arst.)
5) разуметь, подразумеватьπῶς λέγεις ; Plat. — что ты хочешь (этим) сказать?;
ποταμός, Ἀχελῷον λέγω Soph. — (некая) река, а именно Ахелой;τὸν ἄνδρα τὸν σόν, τὸν δ΄ ἐμὸν λέγω πατέρα Soph. — твоего супруга, то-есть моего отца6) означать, значить(τί τοῦτο λέγει; Arph.)
7) декламировать, читать(ποιήματα Plat.)
8) читать вслух(τὸ βιβλίον Plat.; τὸ ψήφισμα Dem.)
9) воспевать(Ἀτρείδας Anacr.)
10) восхвалять, превозносить(τέν ἑαυτοῦ ῥώμην Xen.)
11) приказывать, предписывать(τινὴ ποιεῖν τι Aesch., Soph., Xen. etc.)
λ. μέ ποιεῖν τι NT. — запрещать что-л.12) хорошо говорить, владеть ораторским искусством(λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λ. Eupolis ap. Plut.)
13) передавать (через кого-л.), велеть сказать(Κῦρος ἔπεμπε βίκους οἴνου, λέγων ὅτι … Xen.)
-
102 Λιβυη
дор. Λιβύα ἥ Ливия1) дочь Эпафа, мать Агенора, Бела и Лелега от Зевса Aesch. etc.2) сев.-зап. побережье Африки до обоих Сиртов Hom.3) (= Λιβυκὸς νομός) область между сев. Египтом и Мармарикой Her.4) вся сев. Африка Arst., Polyb. etc. -
103 μαλακοχειρ
(φαρμάκων νόμος Pind.)
-
104 μαστιγονομος
-
105 μελισσονομος
-
106 Μενδησιος
-
107 μεταλλικος
-
108 μετρον
τό1) мерило, измерительная линейкаμ. ἐν χερσὴν ἔχοντες Hom. — с измерительной линейкой в руках
2) единица измерения, мера емкости(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.)
3) мера, критерий(μ. οὐχ ἥ ψυχή, ἀλλὰ ὅ νόμος Xen.; φησὴ - ὅ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.)
(μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τέν χώραν μέτρῳ καὴ τόπῳ Xen.)
μέτρα θαλάσσης Hes. — морские просторы;ὅρμου μ. Hom. — обширный порт;μέτρα μορφῆς Eur. — внешние очертания, внешность5) (должная) мера, надлежащая степеньἐκ μέτρου NT. — в меру, т.е. расчетливо;μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. — соблюдать (во всем) меру;μ. ἔχειν Plat. — умерять6) полная мера, высшая степень(κακότητος Soph.)
μ. ἥβης Hom. — расцвет молодости7) стих. размер(τὸ μέλος καὴ ὅ ῥυθμὸς καὴ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.)
8) pl. стихи(τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.)
-
109 μηλονομος
-
110 Μυεκφοριτης
νομός ὅ Миекфоритский ном (округ)(в Нижнем Египте, на острове против г. Бубастис) Her.
-
111 νυκτινομος
v. l. νυκτινόμος 2(ῐ) питающийся ночью, кормящийся ночной охотой(ἀετοὴ καὴ ἱέρακες, ζῷα Plut.; ὄρνιθες Sext.)
-
112 οιακονομος
-
113 οικονομος
ὅ и ἥ1) управляющий домом, ведущий домашнее хозяйство, хозяин(οἰ. καὴ δεσπότης Plat.)
οἰ. δεινή Lys. — отличная хозяйка2) правитель, распорядитель Arst.3) (у римлян; лат. procurator) прокуратор, наместник(οἱ Καίσαρος οἰκονόμοι Luc.)
4) казначей(τῆς πόλεως NT.)
-
114 οιονομος
I2[οἶος + νέμω] одинокий, пустынный(Κιθαιρῶνος σκοπιαί Anth.)
IIὅ [οἶς + νέμω] овечий пастух, овчар Anth. -
115 ολιγαρχικος
-
116 ομονομος
-
117 Ονουφις
ἡ Онуфис ( главный город Ὀνουφίτης νομός) Her. -
118 Ονουφιτης
νομός ὅ Онуфитский округ ( в нильской Дельте) Her. -
119 οπισθονομος
-
120 ορεινομος
См. также в других словарях:
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek