-
21 δια-πτύω
-
22 δια-περαίνω
δια-περαίνω, vollenden, endigen; λόγους Eur. Andr. 333; Plat. Gorg. 510 a u. öfter; ἀπόκρισιν ibd. 451 a; ὁδόν Legg. I, 625 b; bes. = vollständig erzählen, Eur. Andr. 1057; παϑήματα Plat. Phil. 52 b, u. öfter. Auch med., eben so, λόγον Plat. Phaedr. 263 e, u. öfter; σελήνη ἐν μηνὶ τὸν ἑαυτῆς διαπεραίνεται κύκλον Arist. mund. 6. – Διαπεραντέον, man muß vollenden, Plat. Legg. IV, 715 e.
-
23 δια-παιδ-αγωγέω
δια-παιδ-αγωγέω, (Kinder) durchführen, übh. leiten, lenken, Plat. Tim. 89 d; τὴν πολιτείαν, Plu. Num. 3; auch = unter-, hinhalten, τὴν πόλιν οὐκ ἀμούσοις ἡδοναῖς Pericl. 11; Pelop. 10; τὸν καιρόν, Zeit hinbringen, Sert. 16.
-
24 δια-παίζω
δια-παίζω (s. παίζω), 1) durch-, zu Ende spielen, παιδιὰ μέχρι δεῦρο διαπεπαισμένη, Plat. Legg VI, 769 a. – 2) verspotten, τὸν Αἰσχύλου διαπεπαιχὼς ὄγκον Plut. prof. virt. sent. p. 252, u. a. Sp.
-
25 δια-πληκτισμός
δια-πληκτισμός, ὁ, Streit, Neckerei, πρὸς τὸν Σωκράτη Plut. Sympos. 7, 7.
-
26 δια-πολεμέω
δια-πολεμέω, 1) den Krieg zu Ende bringen, auskämpfen, ἔςτ' ἂν διαπολεμήσωμεν Her. 7, 158; Thuc. 6, 37; πάντα τὸν πόλεμον Plat. Critia. 108 e; Dion. Hal. 11, 9; u. so pass., διαπολεμήσεται αὐτοῖς, für das fut. pass., v. l. διαπεπολεμήσεται, Thuc. 7, 14. 25. Uebh. eine Zeit mit Kriegführen hinbringen, Plut. Fab. 19. – 2) fortwährend mit Einem Krieg führen, τινί, Xen. An. 3, 3, 3; od. πρός τινα, Poll. 3, 2 u. öfter, wie Sp.
-
27 δια-πλέω
δια-πλέω (s. πλέω), durch-, überfahren zu Schiffe; διαπλεῦσαι Thuc. 4, 24; Μέγαράδε Lys. 12, 17; τὸν Αἰγαῖον Luc. Hermot. 28; τὰς λίμνας, Hdn. 8, 6, 11; übertr., βίον, das Leben hinbringen, Plat. Phaed. 85 c u. Sp.
-
28 δια-στρέφω
δια-στρέφω, verdrehen, verrenken; ὀφϑαλμούς, μέλη, Hippocr.; Plat. Gorg. 524 c; dah. διαστραφήσομαι, ich werde die Augen verdrehen, schielen, Ar. Equ. 175, vgl. Arist. probl. 10, 45; den Hals verdrehen, Av. 178, wie διεστράφην ἰδών, ich habe mir den Hals schief gesehen, Ach. 15; ξύλον διαστρεφόμενον Plat. Prot. 325 d; τὸ πρόςωπον, das Gesicht verzerren, Plut. vid. pud. 13; aber διεστραμμένος τοὺς πόδας, mit übereinandergeschlagenen Füßen, Pausan. 5, 18, 1; übertr., ἴχνος τὸ πρόσϑεν οὐ διαστρέψω φρενός Aesch. Suppl. 995, d. i. seinen Sinn ändern; verdrehen, entstellen, νόμους Is. 11, 4; Dem. 24, 210; Plut. Lyc. 6; τἀληϑές Dem. 18, 140; vgl. Arist. rhet. 1, 1, τὸν δικαστήν, womit nachher verglichen wird κανόνα ποιεῖν στρτβλόν; so Pol. 8, 24, 1, διεστρέφετο ὑπὸ κόλακος. Auch – in Unordnung bringen, φάλαγγα 12, 20, 6; σατραπείας δ. καὶ ἀφίστασϑαι 5, 41, 1. – Pass., διαστραφῆναι τὴν διάνοιαν, verwirrt sein, Luc. vit. auct. 24.
-
29 δια-σταυρόω
δια-σταυρόω, verpallisadiren, Dio Cass. 41, 50. – Med., Thuc. 6, 97, τὸν ἰσϑμόν.
-
30 δια-σκεδάννῡμι
δια-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα ϑύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασϑεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
-
31 δια-σκάλλω
δια-σκάλλω, dasselbe, τὸν ὄνϑον, Plut. de sol. anim. 31.
-
32 δια-σκίδνημι
δια-σκίδνημι, p. = διασκεδάννυμι; Hom. Iliad. 5, 526 ζαχρηῶν ἀνέμων, οἵ τε νέφεα σκιόεντα πνοιῇσιν λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες; Hesiod. Th. 875 von den Winden διασκιδνᾶσί τε νῆας, ναύτας τε φϑείρουσι: Herodot. 2. 25 ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ ἄνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι; Plutarch. Fab. Max. 12 ἐπιφανεὶς (Fabius) τρέπεται καὶ διασκίδνησι τοὺς Νομάδας; Luc. Sacrif. 13 ἡ κνίσσα ἐς τὸν οὐρανὸν ἠρέμα διασκίδναται.
-
33 δια-σημαίνω
δια-σημαίνω, deutlich bezeichnen, angeben; ἀτρεκέως διασημῆναι Her. 5, 86; ὅ, τι ποιήσοι οὐ διεσήμανε Xen. An. 2, 1, 23; ταῖς σάλπιγξι τὸν καιρὸν τῆς ἐπιβολῆς Pol. 10, 12, 4; Folgde; τῇ χειρί Plut. Tib. Gr. 18; τινὶ ἀτραπόν Luc. Necyom. 10. Bei Hippocr. intr., sich zeigen. – Med., für sich bezeichnen, an Kennzeichen unterscheiden, Arist. H. A. 5, 17; Strab. XVII p. 792; billigen, loben, D. Sic. 19, 15.
-
34 δια-σήπω
δια-σήπω, ganz in Fäulniß setzen; häufig im pass.; τῶν ὀφϑαλμῶν διασαπέντων, Luc.; wozu auch διασέσηπα »ganz verfault sein« gehört; auch διασαπεὶς τὸν πόδα, Luc. De luct. 18.
-
35 δια-τροχάζω
δια-τροχάζω, traben; τὸν αὐτοφυῆ δρόμον Xen. re equ. 7, 11.
-
36 δια-τρίβω
δια-τρίβω, zerreiben; ῥίζαν χερσί Il. 11, 847; τὴν γῆν τοῖν χεροῖν Polyaen. 4, 3, 5; ϑύραν, zerbrechen, Ar. Ran. 462; dah. = aufreiben, verzehren; χρήματα Theogn. 921; κάκιστα διατριβῆναι Her. 7, 120; vgl. Thuc. 8, 78; bes. χρόνον, z. B. πολλὸν παρά τινι, Zeit bei etwas hinbringen, verbringen, Her. 1, 24; συχνὸν χρόνον διατρίψας Plat. Phaed. 117 a, u. öfter; ἐν ταῖς ὁδοῖς πολὺν χρόνον δ. Xen. Mem. 2, 1, 15; ἡμέρας τινάς Hell. 6, 5, 39; ἓξ ἔτη διατέτριφε Isocr. 4, 141; ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη Thuc. 1, 125; χρόνος διατριφϑεὶς περὶ τὸν λόγον Isocr. 4, 14; dah., mit Auslassung von χρόνον od. ähnlichen Wörtern, = verweilen; – a) zögern; Il. 19, 150; Ar. Vesp. 849; Thuc. 7, 43; Xen. Cyr. 3, 3, 25; sich aufhalten, παρά τινι, Her. 1, 24 u. Folgde. Bes. – b) bei etwas, die Zeit mit etwas hinbringen, sich damit beschäftigen; ἐν γυμνασίοις Ar. Nubb. 1002; ἐν τῇ ζητήσει Plat. Apol. 29 c; ἐν Ὁμήρῳ Ion 530 b; u. so oft Folgde; auch περί τι, z. B. περὶ τοὺς λόγους Plat. Phaed. 90 b, wie Alexis Ath. XII, 544 e; περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότες Aesch. 3, 108, u. A.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist. Pol. 5, 8; vgl. Epicrat. Ath. II, 50 c (v. 3) u. Plut. Marcell. 21; Luc. merc. cond. 8; ἐπὶ τοῖς ἔργοις Dem. 2, 16. u. A.; – μετά τινος, sich unterreden mit, Plat. Apol. 33 b; Phaed. 59 d; auch διατριβὴν διατρίβειν, Legg. VII, 820 c; s. διατριβή; – c. partic., διατρίβουσι μελετῶσαι, sie bringen ihre Zeit mit Uebungen hin, Xen. Cyr. 1, 2, 18; ἵνα μὴ καϑ' ἕκαστα λέγων διατρίβω, um mich nicht mit Auseinandersetzung des Einzelnen aufzuhalten, Dem. 1, 9. – c) mit einem neuen acc., hinhalten, verzögern; Od. 2, 265; aufschieben, χόλον, γάμον, Il. 4, 42 Od. 20, 341; auch Ἀχαιοὺς γάμον, sie hält die Achäer mit der Hochzeit hin, 2, 204; ἄριστον, Ar. bei Ath. IV, 171 b; τοὺς πρέσβεις Plut. Her. malign. 41; – μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο, laßt uns mit der Reise nicht zögern, Od. 2, 404. So auch med., μή τι διατριβώμεϑα πείρης Ap. Rh. 2, 883.
-
37 δια-ταφρεύω
δια-ταφρεύω, einen Graben dazwischen ziehen und dadurch schützen; τὸν μεταξὺ τόπον Pol. 3, 105, 11; πόλιν Plut. Pomp. 62.
-
38 δια-τάσσω
δια-τάσσω, att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα ταῦτα ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχϑέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχϑαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαϑηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.
-
39 δια-κρούω
δια-κρούω (s. κρούω), 1) hindurchschlagen; σφῆνας, durchtreiben, Theophr.; ein irdenes Gefäß durch Anklopfen prüfen, ob es einen Riß hat, Luc. parasit. 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 78; dah. übertr., erproben, untersuchen; τὴν οὐσίαν, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαϑρὸν φϑέγγεται Plat. Theaet. 179 d. – 2) unterbrechen, hindern; διακρουσϑῆναι τῆς τιμωρίας, an der Bestrafung, Dem. 24, 132; ἑαυτὸν ἐν τοῖς πράγμασιν Plut. de prof. virt. sent. p. 255. – Med., von sich zurückstoßen, abweisen; Plut. Cat. min. 30; δεήσεις, Caes. 66; ἀπορίαν, beseitigen, Philop. 14; bes. eine Anklage durch falsche Entschuldigungen; τοὺς Ἕλληνας, d. i. hinhalten, täuschen, Her. 7, 168; durch Aufschub u. Ausflüchte ausweichen, τινά, Dem. 24, 13; τὸν παρόντα χρόνον, verzögern, 19, 33, vgl. Plut. Caes. 64; entgehen, φυλακάς 24, 36, u. öfter; προφάσει, Dion. Hal. 10, 17; ϑεραπείαις τισὶ τὴν ὀργήν, Strab. XIV p. 674; τὴν δίκην, Plut. Num. 12; τὴν πρόςοδον, Dion. Hal. 3, 3.
-
40 δια-γιγνώσκω
δια-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) unterscheiden, Il. 7, 424; εὖ δ., genau erkennen, 23, 240. 470; τῷ δὲ ἄν τις διαγνοίη εἰ ὁμοῖοί εἰσι Her. 1, 134; vgl. Ar. Pl. 90, οἱ δέ μ' ἐποίησαν τυφλόν, ἵνα μὴ διαγιγνώσκοιμι τούτων μηδένα; u. Equ. 517; ὁ διαγιγνώσκων ἐν τούτοις τὸν καλόν τε καὶ αἰσχρὸν ἔρωτα Plat. Conv. 186 c; Rep. X, 618 c, u. öfter, wie Folgde. – 2) entscheiden, von Gerichten, Dem. 23, 28; τὸ πρᾶγμα Aesch. 1, 63; von Beschlüssen, c. inf., Her. 6, 138; διέγνωστο, es war beschlossen, Thuc. 1, 118; κρίσις διεγνωσμένη, ausgesprochenes Urtheil, 3, 53; περί τινος, Andoc. 1, 5; Lys. 3, 2; ὑπέρ τινος, Pol. 22, 7, 5; sequ. ὅτι, Plat. Prot. 813 b u. Sp. – 3) genau prüfen, Plat. Legg. II, 668 c u. Sp. – 4) durchlesen, Pol. 3, 32, 2; Ael. V. H. 14, 43.
См. также в других словарях:
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek