-
1 δια-πεπονημένως
δια-πεπονημένως, ausgearbeitet, sorgfältig, Isocr. Ep. 6, 6.
-
2 διαπεπονημένως
δια-πεπονημένως, ausgearbeitet, sorgfältig -
3 διαπεπονημενως
1 δια-πεπονημένως
δια-πεπονημένως, ausgearbeitet, sorgfältig, Isocr. Ep. 6, 6.
2 διαπεπονημένως
3 διαπεπονημενως