-
61 χωριο-νόμος
χωριο-νόμος, ein Landgut abweidend, ausplündernd, Gloss.
-
62 χειρο-νόμος
χειρο-νόμος, die Hände nach gewissen Regeln bewegend, bes. beim Tanzen, un Etwas dadurch auszudrücken, gesticulirend, ὁ χειρ., der mimisch darstellende Künstler, Pantomimus der Römer, Sp.
-
63 νυκτο-νόμος
νυκτο-νόμος, = νυκτίνομος, νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem Accente, Schol. Od. 5, 65.
-
64 νυκτί-νομος
νυκτί-νομος, bei Nacht weidend, auf den Fraß ausgehend; Arist. H. A. 9, 17; ἀετοὶ καὶ ἱέρακες καὶ τὰ νυκτίνομα, Plut. quaest. rom. 93, wo νυκτινόμα accentuirt ist; ζῷα, Symp. 1, 8, 4; τοῖς νυκτινόμοις τῶν ὀρνίϑων, S. Emp. adv. phys. 1, 247.
-
65 κρεᾱ-νόμος
κρεᾱ-νόμος, das Fleisch (der Opferthiere) vertheilend, Eur. Cycl. 243 u. Sp.
-
66 κυτιση-νόμος
κυτιση-νόμος, Kylisus fressend, χελώνη, Nic. Al. 572.
-
67 κατά-νομος
κατά-νομος, dem Gesetze gemäß, gesetzlich, Inscr.
-
68 γεω-νόμος
γεω-νόμος, dasselbe, D. Cass.
-
69 κακό-νομος
κακό-νομος, mit schlechten Gesetzen, schlechter Verwaltung; im superlat., Her. 1, 65; Philo.
-
70 κακ-οικο-νόμος
κακ-οικο-νόμος, ὁ, der schlechte Verwalter, Philo.
-
71 κληρο-νόμος
κληρο-νόμος, durchs Loos, oder übh. einen Antheil erhaltend; τοῦ λόγου, den die Reihe trifft zu sprechen, Plat. Rep. I, 331 d; bes. von der Erbschaft, erbend, beerbend, subst. der Erbe; τῶν Κλεωνύμου κληρονόμον γενέσϑαι Is. 1, 36; Plat. Legg. XI, 923 e; Oratt. u. Sp., κληρονόμον τινὰ ποιεῖσϑαι, καϑιστάναι, ἀπολείπειν, γράφειν, zum Erben einsetzen u. s. w. S. die verb.
-
72 εὔ-νομος
εὔ-νομος, 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 ( νομή) Σκύϑαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.
-
73 μαστῑγο-νόμος
μαστῑγο-νόμος, ὁ, nach Poll. 3, 145. 153 = ῥαβδοῦχος, ein Aufseher, der eine Peitsche führt, um damit zu strafen, Plut. S. N. V. 7.
-
74 δύς-νομος
δύς-νομος, gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).
-
75 μισγό-νομος
μισγό-νομος, γῆ, Land mit gemischter Weide, Gemeinweide, Hesych.
-
76 μιξο-νόμος
μιξο-νόμος, vermischt unter einander weidend, z. B. Böcke u. Schaafe, Simonds 100 (App. 81) bei Ath. X, 456 c.
-
77 μελισσο-νόμος
μελισσο-νόμος, Bienen weidend, wartend, bei Ar. Ran. 1273 eine Verdrehung wahrscheinlich eines äschyleischen Wortes, vielleicht wie μέλισσαι, Priesterinn, worauf die eine Glosse hindeutet: οἱ δίκην μελισσῶν νεμόμενοι ἐν τῷδε τῷ τῆς ϑεᾶς ἄλσει. Der Schol. erkl. οἱ διανέμοντες τὰ τῆς πόλεως, dah. auch πολισσονόμος vermuthet wird.
-
78 νεο-κληρό-νομος
νεο-κληρό-νομος, der neuerdings, eben erst eine Erbschaft gemacht hat, Greg. Naz. ep. 188.
-
79 δικαιο-νόμος
δικαιο-νόμος, ὁ, das Recht verwaltend, der Richter, D. Cass. 78, 22.
-
80 μαζο-νόμος
μαζο-νόμος, Gerstenbrot vertheilend, ὁ, sc. κύκλος, oder πίναξ, = Vorigem; übh. Schüssel zu Speisen, Ath. IV, 149 a; mazonomum, Hor. Sat. 2, 8, 86.
См. также в других словарях:
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek