-
41 πρηΰ-νομος
πρηΰ-νομος, ion. = πραΰνομος, von milden Gesetzen, od. den Gesetzen sanftmüthig folgend, übh. gutartig, bei Paul. Sil. v. l. zum Folgdn.
-
42 παρά-νομος
παρά-νομος, wider Sitte und Gesetz; ὀργή, δάκος, grausam, Eur. Bacch. 997 Troa. 284; neben ἀνόσια, Ar. Th. 684; gesetzwidrig, widerrechtlich, διὰ τὴν παράνομον οἴκησιν, Thuc. 2, 17; παράνομος δὴ δόξει γεγονέναι ἐκ νομίμου, Plat. Rep. VII, 539 a; Ggstz ἔννομος, Polit. 302 e; παράνομόν τι δρᾶσαι ἢ εἰπεῖν, Rep. VIII, 538 b; διακωλύων πολλὰ ἄδικα καὶ παράνομα ἐν τῇ πόλει γίγνεσϑαι, Apol. 31 e; παράνομα γρά-φειν, den bestehenden Gesetzen widerstreitende Vorschläge machen, Aesch. 3, 196; ἐπειδὰν μὴ λυϑῇ τὸ παράνομον, 197; γραφὴ παρανόμων u. παρανόμων γράφεσϑαί τινα, Einen anklagen, daß er ein Gesetz vorgeschlagen habe, welches den alten, bestandenen zuwiderlaufe, 3, 191. 194 u. oft; auch τῶν παρανόμων, Lycurg. 7; Aesch. a. a. O. 196. 200; Dem. u. A. – Adv. παρανόμως, auf gesetzwidrige, unerlaubte Weise; Thuc. 3, 65; ἄρχειν, Lys. 12, 48, wie Plat. Polit. 302 e, im Ggstz von κατὰ νόμους; ὅςτις δρᾷ τοιοῦτον παρανόμως, Legg. XII, 941 b.
-
43 πατρο-νόμος
πατρο-νόμος, eigtl. väterlich waltend, regierend; insbesondere hieß eine Obrigkeit so, der väterliche Sorge für Erziehung und Zucht der Jugend oblag, Plut. an seni 24; οἱ πατρονόμοι, in Sparta der große Rath seit der vom Kleomenes vorgenommenen Staatsverbesserung, Paus. 2, 9, 1; Inscr. 1356, vgl. Böckh Corp. inscr. 1 p. 606.
-
44 περσο-νόμος
περσο-νόμος, Perser beherrschend, Aesch. Pers. 883.
-
45 πεζο-νόμος
πεζο-νόμος, das Land beweidend, darauf Unterhalt suchend, übertr. bei Aesch. Pers. 76, ἐλαύνει διχόϑεν, πεζονόμοις ἔκ τε ϑαλάσσης, vom Landheere.
-
46 πεδιο-νόμος
πεδιο-νόμος, die Ebenen oder die Felder bewohnend, von Göttern, Aesch. Spt. 254.
-
47 παιδο-νόμος
παιδο-νόμος, ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.
-
48 ποιο-νόμος
ποιο-νόμος, 1) Gras, Kräuter weidend, verzehrend, Aesch. Ag. 1142. – 2) ποιόνομος, mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.
-
49 πολισσο-νόμος
πολισσο-νόμος, die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.
-
50 πολιᾱ-νόμος
πολιᾱ-νόμος, ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.
-
51 πῑό-νομος
-
52 σπερμο-νόμος
-
53 στεγᾱ-νόμος
στεγᾱ-νόμος, der Hausherr, Hauswirtb, Lycophr. 1095; vgl. Poll. 10, 20.
-
54 σύν-νομος
σύν-νομος, zusammenweidend, auf das Zusammenweiden Bezug habend, τέχναι, Plat. Polit. 287 b; – übh. zusammengesellt, Gefährte, Genosse, Λαβδακίδαισιν σύννομοι, Pind. I. 3, 17; ὡς λέοντε συννόμω, Soph. Phil. 1422; übertr., El. 590 O. C. 341; κενὸς κενὸν καλεῖ ξύννομον ϑέλων ἔχειν, Aesch. Spt. 336; τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομε, Pers. 690; Eur. Hel. 1504; πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων ξύντροφ' ἀηδοῖ, Ar. Av. 677; vgl. Valck. Eur. Hipp. 977; u. in Prosa: Plat. Legg. II, 666 e u. öfter; γένος ἐν αὐτοῖς ταῦτα οὐδὲν ἔχει μέγα σύννομον, verwandt, Pol. 289 b; τρόπων ἤϑη σύννομα, Legg. XI, 930 a; – λίϑος σύννομος, Strab. 5, 3, 8, ein in gleicher Größe behauener, abgepaßter Quaderstein zum Bauen. – Mit verändertem Accente συννόμος, mit Andern weiden lassend, zusammen auf die Weide treibend (?).
-
55 σύν-νομος [2]
σύν-νομος, ὁ, das Zusammenweiden, -gehen, die Paarung, Ael. H. A. 15, 3.
-
56 σιδηρο-νόμος
σιδηρο-νόμος, mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.
-
57 σῑτο-νόμος
σῑτο-νόμος, Getreide, Nahrung vertheilend, zutheilend, Soph. Phil. 1080.
-
58 τριηρο-νόμος
τριηρο-νόμος, ὁ, = τριηράρχης, Hesych.
-
59 τυμβο-νόμος
τυμβο-νόμος, auf Gräbern weidend, sich aufhaltend, Synes.
-
60 χρῡσό-νομος
χρῡσό-νομος, im Golde weidend, schwelgend, daher sehr reich, v. l. bei Aesch. Pers. 79 für χρυσόγονος.
См. также в других словарях:
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek