-
1 νυκτί-σεμνος
νυκτί-σεμνος, nächtlich verehrt, δεῖπνα, bei nächtlicher Feier, Aesch. Eum. 108.
-
2 νυκτίσεμνος
νυκτί-σεμνος, nächtlich verehrt, δεῖπνα, bei nächtlicher Feier
См. также в других словарях:
νυκτίσεμνος — νυκτίσεμνος, ον (Α) αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῑπνα ἐπ ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός] … Dictionary of Greek