Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νυκτικόραξ

См. также в других словарях:

  • νυκτικόραξ — long eared owl masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόραξ — ο (ΑΜ νυκτικόραξ) βλ. νυχτοκόρακας …   Dictionary of Greek

  • νυκτικοράκων — νυκτικόραξ long eared owl masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόρακα — νυκτικόραξ long eared owl masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόρακας — νυκτικόραξ long eared owl masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόρακες — νυκτικόραξ long eared owl masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόρακι — νυκτικόραξ long eared owl masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόρακος — νυκτικόραξ long eared owl masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτικόραξι — νυκτικόραξ long eared owl masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… …   Dictionary of Greek

  • вран — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. ворон, коршун; нощный вранъ (νυκτικόραξ) филин (Пс. 101, 7).  …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»