-
1 στρικτόν
στρικτόςstrigosus: masc acc sgστρικτόςstrigosus: neut nom /voc /acc sg -
2 στρίγλος
στρίγλος, ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. [full] στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. [full] στρικτόριον, τό,= foreg., Id. [full] στρικτός, ή, όν,=A strigosus, Gloss.2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρίγλος
См. также в других словарях:
στρικτός — ή, όν, Α 1. ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρικτόν (στους Ρωμαίους) είδος στενού υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strictus, a, um, μτχ. τού ρ. stringo «πιέζω, σφίγγω, στενεύω»] … Dictionary of Greek
στρικτόν — στρικτός strigosus masc acc sg στρικτός strigosus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)