-
1 κομπόδεμα
τό1) завязывание узелка (на уголке платка); 2) узелок с деньгами; 3) перен. кубышка;κάμνω κομπόδεμα — класть деньги в кубышку;
§ λύνω το κομπόδεμα — раскошеливаться
-
2 κομπόδεμα
hoardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κομπόδεμα
-
3 κόμπος
ο1) узел, узелок;δένω κόμπο — завязывать узел;
λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;
2) затверделость; мозоль;3) перен. ком (в горле и т. п.);μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;
νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;
4) см. κομπόδεμα 2;5) капля, чуточка;δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;
δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;
6) бот. узел; сучок;7) мор. узел (мера скорости);§ τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;
εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;
δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;
έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик
См. также в других словарях:
κομπόδεμα — το (Μ κομπόδεμα) [κομποδένω] 1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού 2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι νεοελλ. 1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους 2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» είναι πλούσιος β) «λύνω το κομπόδεμα»… … Dictionary of Greek
κομπόδεμα — το, ατος 1. το δέσιμο κόμπου στο άκρο του μαντιλιού και τα χρήματα που περιέχονται μέσα σ αυτό. 2. ατομικές οικονομίες που αποκρύπτονται από τους άλλους: Έχει γερό κομπόδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… … Dictionary of Greek
ακομπόδετος — η, ο [κομποδένω] 1. αυτός που δεν δέθηκε με κόμπο 2. (για χρήματα) αυτός που δεν φυλάχθηκε σε κομπόδεμα … Dictionary of Greek
απόδεσμος — ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)] 1. στηθόδεσμος, ζώνη 2. δέμα, κομπόδεμα … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek
κεμέρι — το 1. δερμάτινη ζώνη μέσα στην οποία οι χωρικοί φύλαγαν τα χρήματά τους 2. συνεκδ. βαλάντιο, κομπόδεμα, αποταμιευμένα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemer] … Dictionary of Greek
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
κομπόπλεγμα — το κομπόδεμα … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
πουγγί — το / πουγγίον και πουγγίν, ΝΜ 1. είδος πορτοφολιού, σακούλι («και τον πατριάρχην χάριν δέκα πουγγία απέστειλε», Καισάρ.) 2. συνεκδ. χρηματικό απόθεμα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουγγίον, υποκορ. τού πούγγα] … Dictionary of Greek