-
1 δένω
(αόρ. έδεσα, παθ. αόρ. (ε)δέθηκα) 1. μετ.1) связывать; завязывать, перевязывать, увязывать; обвязывать;δένω τα πράγματα μου ( — или τίς αποσκευές μου) — укладываться, укладывать вещи;
δένω κόμπο — связывать узлом;
2) привязывать, прикреплять;3) перен. связывать (обещанием и т. п.); 4) собирать, монтировать;μηχανή — собирать машину;δένω βαρέλι — набивать обручи на бочку;
5) укреплять (здание, мост и т. п.); б) переплетать (книгу);7) вставлять в оправу; 8) натягивать (верёвку); 9) сгущать, делать густым (сироп, подливку); 10) мор. ставить на прикол;§ δένω χεροπόδαρα — связать по рукам и ногам;
κάθομαι με δεμένα τα χέρια сидеть сложа руки;δένω τό γάϊδαρό μου — а) быть предусмотрительным, принять заранее меры; — б) устроиться хорошо;
αυτός λύνει και δένει он тут главный, он хозяйничает;τον έχει δεμένο στη βρακοζώνα της он у неё на поводу;τό δένω σε ψιλό μαντήλι — серьёзно верить (ложным обещаниям);
δέσε (τό) κόμπο завяжи узелок (на память), не забудь;2. αμετ. 1) густеть; твердеть; 2) перен. закаляться; мужать, крепнуть; 3) завязываться (о цветах, плодах) -
2 δένω
[дэно] ρ (μτβ) вязать, связывать, перевязывать. -
3 δένω
1) agrafer2) amarrer3) attacher4) boucler5) lier -
4 δένω
1) łączyć czas.2) przywiązywać czas.3) wiązać czas.4) wiązanie (n) rzecz. -
5 δένω
-
6 δένω
1) bind2) knot3) thicken4) tieΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δένω
-
7 κόμπος
ο1) узел, узелок;δένω κόμπο — завязывать узел;
λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;
2) затверделость; мозоль;3) перен. ком (в горле и т. п.);μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;
νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;
4) см. κομπόδεμα 2;5) капля, чуточка;δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;
δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;
6) бот. узел; сучок;7) мор. узел (мера скорости);§ τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;
εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;
δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;
έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик
-
8 αποσκευή
η (чаще πλ.) багаж, вещи, пожитки;δένω τίς αποσκευές — укладываться, укладывать вещи;
παραδίνω τίς αποσκευές μου — сдавать вещи или багаж
-
9 εδέθην
παθ. αόρ. от δένω -
10 έδεσα.
αόρ. от δένω -
11 πισθάγκωνα
επίρρ. локтями назад;δένω κάποιον πισθάγκωνα — вязать, связывать кому-л. руки за спиной
-
12 πληγή
η1) рана (тж. перен.); ранение;(επι)δένω τίς πληγές — перевязывать раны;
η πληγή κλείνει — рана зарубцовывается;
έχω πληγή στην καρδιά — у меня рана в сердце;
2) язва (тж. перен.); бич, бедствие, несчастье;πληγή μου έγινε αυτός ο άνθρωπος — этот человек очень мне надоел;
§ αυτός είναι κρυφή πληγή — он коварный человек;
ξύνω ( — или σκαλίζω) παλιές πληγές — или αναξέω πληγας — ворошить прошлое, бередить старые раны
-
13 χέρι
τό1) рука;δεξιό (αριστερό) χέρι — правая (левая) руке;
σφίγγω το χέρι — пожимать руку;
κουνώ τα χέρια — махать руками;
δίνω (προτείνω) το χέρι μου — подавать (протягивать) руку (для рукопожатия);
κρατώ από το χέρι — вести за руку;
αγγίζω με τα χέρια — трогать руками;
έχω στο χέρι — держать в руках;
παίρνω στα χέρια — брать на руки;
δίνω στα χέρια — выдавать на руки;
στα ίδια μου τα χέρια — в собственные руки;
μου έρχεται καλά στο χέρι — быть по руке, приходиться впору (о перчатках);
στο δεξί (αριστερό) χέρι — по правую (левую) руку;
2) ручка, рукоятка;§ εργατικά χέρια — рабочие руки;
βάζω χέρι σε κάτι — а) дотрагиваться до чего-л.;
хватать что-л.; лапать что-л, (прост.); б) наложить лапу на что-л., добраться до чего-л.;βάζω ( — или δίνω) *ίνα χέρι — помогать, оказывать помощь;
βάζω κάποιον στο χέρι — выуживать у кого-л. деньги;
βαστάω κάποιον γερά στα χέρια μου — держать кого-л. в своих руках;
τον έχω στο χέρι — он в моих руках;
είναι ( — или τον έχω) τού χέριού μου — а) он меня послушает; — б) он в моих руках, он в моей власти;
κάνω κάποιον τού χέριου μου — прибрать кого-л. к рукам, взять кого-л. в руки;
δεν είναι στο χέρι μου (σου...) — это не в моих (твоих...) силах;
στο χέρι μου είναι να... — я могу, от меня зависит, в моей власти...;
πέφτω στα χέρια κάποιου — попадать в чьй-л. руки;
βρίσκομαι σε καλά χέρια — быть, находиться в хороших руках;
παραδίδω κάποιον στα χέρια της δικαιοσύνης — передавать кого-л. в руки правосудия;
δένω τα χέρια κάποιου — связать кого-л. по рукам;
τσακίζω τα χέρια — давать по рукам;
περνώ από χέρι σε χέρι — а) ходить по рукам; — б) переходить из рук в руки;
πεθαίνω στα χέρια κάποιου — умереть на руках у кого-л.;
δίνω χέρι — ударить по рукам (согласиться);
τό χέρι σου! — по рукам!, согласен!;
ερχομαι στα χέρια — вступать в драку;
τραβώ χέρι — удаляться, ретироваться;
κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια — сидеть сложа руки;
έχω σφιχτό χέρι — быть скупым, жадным;
λερώνω τα χέρια — марать руки;
πλένω τα χέρια μου — умывать руки;
σηκώνω χέρι επάνω σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку;
μη σηκώνεις χέρι! — рукам волю не давай!;
μην απλώνεις χέρι σε... — не смей поднимать руку на...;
μου κόβεις τα χέρια — или μου κόβουνται τα χέριά — я как без рук (без κοεο- — чего-л.);
τον έχω δεξί χέρι — или είναι το δεξί μου χέρι — он моя правая рука;
έχει κι' αυτός το χέρι του μέσα — и он руку приложил к этому;
χέρι με χέρι — или------ а) из рук в руки;
б) рука об руку;πηγαίνουμε------идти рука об руку; е) быстро;με τόχέρι στην καρδιά — положа руку на сердце;
εναχέρι — один раз;
δυό (τρία) χέρια — два (три) раза;
τό πέρασα τρία χέρια — я это покрасил трижды;
τό πέρασα ακόμη ένα χέρι — я это просмотрел ещё раз;
από πρώτο (από δεύτερο) χέρι — из первых (из вторых) рук;
από χέρι σε χέρι — с рук на руки, из рук в руки;
με τα χέρια μου — своими руками;
πάνω ( — или ψηλά) τα χέρια! — руки вверх!;
κάτω τα -α! руки прочь!;να σού κοπούν τα χέρια! — чтоб у тебя руки отсохли!;
τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο — посл, рука руку моет
-
14 χεροπόδαρα
См. также в других словарях:
δένω — δένω, έδεσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
δένω — έδεσα, δέθηκα, δεμένος 1. μτβ., κάνω δέμα, δεματιάζω: Έδεσε τα άχυρα. 2. τυλίγω κάτι με κάποιο δεσμό, για να το συγκρατήσω: Όταν μαγειρεύω, δένω πάντα τα μαλλιά μου σε αλογοουρά. 3. μτφ., υποχρεώνω, δεσμεύω: Η αγορά του σπιτιού έχει δεθεί με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροδένω — δένω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + δένω] … Dictionary of Greek
αμποδένω — δένω με μάγια, καθιστώ κάποιον ανίκανο, μαγγανεύω, γητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμποδίζω + δένω, με συμφυρμό. ΠΑΡ. αμπόδεμα] … Dictionary of Greek
λουροδένω — δένω με λουριά … Dictionary of Greek
κοτσανιάζω — δένω φύλλα ή καρπούς από τα κοτσάνια τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμποδίζω — ΜΑ 1. δένω μαζί τα πόδια κάποιου ώστε να μην μπορεί να περπατήσει εύκολα (α. «στίξας αὐτοὺς καὶ συμποδίσας», Αριστοφ. β. «αὐτοὶ συνεποδίσθησαν και ἔπεσαν», ΠΔ) 2. δένω χειροπόδαρα, δένω τα χέρια και τα πόδια κάποιου («τὸν Ἀρδιαῑον συμποδίσαντες… … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek
ακροδένω — 1. δένω στην άκρη ή από την άκρη 2. δένω μεταξύ τους τις άκριες δύο ή περισσότερων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + δένω] … Dictionary of Greek
δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… … Dictionary of Greek