Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δένω

См. также в других словарях:

  • δένω — δένω, έδεσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • δένω — έδεσα, δέθηκα, δεμένος 1. μτβ., κάνω δέμα, δεματιάζω: Έδεσε τα άχυρα. 2. τυλίγω κάτι με κάποιο δεσμό, για να το συγκρατήσω: Όταν μαγειρεύω, δένω πάντα τα μαλλιά μου σε αλογοουρά. 3. μτφ., υποχρεώνω, δεσμεύω: Η αγορά του σπιτιού έχει δεθεί με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροδένω — δένω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + δένω] …   Dictionary of Greek

  • αμποδένω — δένω με μάγια, καθιστώ κάποιον ανίκανο, μαγγανεύω, γητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμποδίζω + δένω, με συμφυρμό. ΠΑΡ. αμπόδεμα] …   Dictionary of Greek

  • λουροδένω — δένω με λουριά …   Dictionary of Greek

  • κοτσανιάζω — δένω φύλλα ή καρπούς από τα κοτσάνια τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμποδίζω — ΜΑ 1. δένω μαζί τα πόδια κάποιου ώστε να μην μπορεί να περπατήσει εύκολα (α. «στίξας αὐτοὺς καὶ συμποδίσας», Αριστοφ. β. «αὐτοὶ συνεποδίσθησαν και ἔπεσαν», ΠΔ) 2. δένω χειροπόδαρα, δένω τα χέρια και τα πόδια κάποιου («τὸν Ἀρδιαῑον συμποδίσαντες… …   Dictionary of Greek

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • ακροδένω — 1. δένω στην άκρη ή από την άκρη 2. δένω μεταξύ τους τις άκριες δύο ή περισσότερων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + δένω] …   Dictionary of Greek

  • δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»