-
1 πενθής
-
2 πενθῇς
-
3 ἀπειθής
1 inflexible ( Τύχα) ἀπειθής (Reiske: πένθης, πευθὴς codd. Plutarchi: “P. hatte gemeint, der Erfolg ließe sich nicht durch Peitho bestimmen” Wil., Kl. Sch. iv. 505) fr. 40. -
4 βαρυπενθής
βᾰρυ-πενθής, ές, = sq., Ph.2.269, IG12(5).675.6 ([place name] Syros), Orph.Fr. 32c:—a fem. form [suff] βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 ([place name] Cotiaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυπενθής
-
5 δεινοπενθής
δεινο-πενθής, ές,A gloss on στονόεσσα, Sch.Il.24.721.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεινοπενθής
-
6 μεγαλοπενθής
μεγᾰλο-πενθής, ές,A gloss on νηπενθές, EM604.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοπενθής
-
7 νεοπενθής
νεο-πενθής, ές,II [voice] Pass., lately mourned,νεοπενθὴς ᾤχετ' ἐς Ἅιδα IG12(7).447.6
([place name] Amorgos), cf. 14.1663.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπενθής
-
8 νηπενθής
A banishing pain and sorrow, epith. of Apollo, AP9.525.14; φάρμακον ν., an Egyptian drug, Od.4.221, cf. Thphr.HP9.15.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηπενθής
-
9 πολυπενθής
πολυ-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπενθής
-
10 ταλαπενθής
τᾰλᾰ-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαπενθής
-
11 φιλοπενθής
φῐλο-πενθής, ές,A indulging in mourning,γυναῖκες Plu.2.113a
([comp] Comp.), etc.;πόθος φ. Gorg.Hel.9
;τὸ φ. Plu.2.822c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπενθής
-
12 ἀκροπενθής
ἀκρο-πενθής, ές,A f.l. for ἁβρο-, A.Pers. 135 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροπενθής
-
13 ἀξιοπενθής
ἀξιο-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοπενθής
-
14 ἁβροπενθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁβροπενθής
-
15 ἰσοπενθής
ἰσο-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπενθής
-
16 νεοπενθής
νεο-πενθής, ές: new to sorrow, Od. 11.39†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νεοπενθής
-
17 νηπενθής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νηπενθής
-
18 πολυπενθής
πολυ - πενθής, ές: much - mourning, deeply mournful, Il. 9.563, Od. 23.15.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυπενθής
-
19 ταλαπενθής
ταλα-πενθής, ές ( πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλαπενθής
-
20 νη-
Origin: IE [Indo-European] [757] *n̥- `un-, not-'Etymology: From the negative *n̥̥ + the following laryngeal (before consonant), which gave νη-, να-, νω- resp. with h₁, h₂, h₃. Cf. the privative suffix ἀ- \< n̥-.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νη-
См. также в других словарях:
πενθῇς — πενθέω bewail pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] … Dictionary of Greek
νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… … Dictionary of Greek
ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοπενθής — μεγαλοπενθής, ές (Α) πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
νεοπενθής — νεοπενθής, ές (Α) 1. αυτός που πενθεί πρόσφατο θάνατο 2. αυτός που θρηνήθηκε πρόσφατα, δηλ. αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
συμπενθής — ές, Α αυτός που πενθεί μαζί ή για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πενθής (< πένθος), πρβλ. δυσ πενθής] … Dictionary of Greek
ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
φιλοπενθής — ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές υπερβολική θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] … Dictionary of Greek