-
1 πανυ-πενθής
πανυ-πενθής, ές, sehr traurig, zw.
-
2 παν-α-πενθής
παν-α-πενθής, ές, ganz trauerlos; Ep. ad. 272 ( Plan. 265) heißt es von Momos τίς τὸν ἐν ἐσϑλοῖσι παναπενϑέα καὶ τριςάλαστον Μῶμον ἀνεπλάσατο, wo man ταλαπενϑής richtig vermuthet.
-
3 πολυ-πενθής
πολυ-πενθής, ές, viel od. sehr trauernd; ἀλκυών, Il. 9, 563; voc. πολυπενϑές Od. 14, 386; πολυπενϑέα ϑυμὸν ἔχειν, 23, 15; leiden-, trauerreich, μόρος, Aesch. Pers. 539; auch Plut., πολυπενϑέστατοι, neben βαρυλυπότατοι, Cons. ad Apoll. p. 351; – sehr betrauert, Maneth. 6, 166.
-
4 ταλα-πενθής
ταλα-πενθής, ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήϑεσσιν ἔχων ταλαπενϑέα ϑυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.
-
5 φιλο-πενθής
φιλο-πενθής, ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενϑέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.
-
6 δυς-πενθής
δυς-πενθής, ές, 1) sehr trauernd, sehr traurig; κάματος Pind. P. 12, 10; vgl. App. Anth. 260. – 2) sehr betrauert, δόλος Pind. P. 11, 18.
-
7 μεγα-πενθής
μεγα-πενθής, ές, sehr trauervoll, wohl nur N. pr.
-
8 μεγαλο-πενθής
μεγαλο-πενθής, ές, = μεγαπενϑής, E. M. 604, 34.
-
9 νεο-πενθής
νεο-πενθής, ές, in frischem Leide, frischer Trauer, Od. 11, 39; – Ep. ad. 754 ( App. 215), eben erst betrauert.
-
10 δεινο-πενθής
δεινο-πενθής, ές, heftig klagend, Schol. Il. 24. 721.
-
11 νη-πενθής
νη-πενθής, ές, ohne Leid, ohne Trauer, so adv. νηπενϑέως ἀνέτλη, Protag. bei Plut. cons. ad Apoll. p. 360. – Gew. Leid, Kummer lindernd, verscheuchend, φάρμακον νηπενϑές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληϑον ἁπάντων, Od. 4, 221, und darnach öfter bei Sp. von einem solchen Zaubermittel, Luc. Salt. 79. Auch Apollo heißt so, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 14).
-
12 ἀ-πενθής
ἀ-πενθής, ές (πένϑος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.
-
13 ἀ-τῑμο-πενθής
ἀ-τῑμο-πενθής, ές, über erlittene Entehrung trauernd, Aesch. Eum. 760.
-
14 ἀξιο-πενθής
ἀξιο-πενθής, ές, betrauernswerth, Eur. Hipp. 1476.
-
15 ἑτοιμο-πενθής
ἑτοιμο-πενθής, ές, zur Trauer geneigt, S.
-
16 ἰσο-πενθής
ἰσο-πενθής, ές, in gleicher Trauer, Schol. Aesch. Eum. 782.
-
17 ὰντι-πενθής
ὰντι-πενθής, ές (πένϑος), Trauer dagegen verursachend, Aesch. Eum. 753. 780; Andere lesen ἀντιπαϑής.
-
18 ἁβροπενθής
ἁβρο-πενθής, weichlich klagend, jammerselig -
19 ὰντιπενθής
-
20 ἀξιοπενθής
ἀξιο-πενθής, ἀξιο-πένθητος, betrauernswert
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πενθῇς — πενθέω bewail pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] … Dictionary of Greek
νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… … Dictionary of Greek
ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοπενθής — μεγαλοπενθής, ές (Α) πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
νεοπενθής — νεοπενθής, ές (Α) 1. αυτός που πενθεί πρόσφατο θάνατο 2. αυτός που θρηνήθηκε πρόσφατα, δηλ. αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
συμπενθής — ές, Α αυτός που πενθεί μαζί ή για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πενθής (< πένθος), πρβλ. δυσ πενθής] … Dictionary of Greek
ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
φιλοπενθής — ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές υπερβολική θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] … Dictionary of Greek