-
1 νηπιέη
νηπιέη, ἡ, ion. = νηπιάα, Unmündigkeit, Kindheit, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήϑεσσι χιτῶνα, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, Il. 9, 485 ff, wo Andere es für kindische Unbeholfenheit erkl.; gew. kindisches Wesen, Thorheit, νηπιέῃσι ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων, Il. 20 411, vgl. 15, 363 Od. 24, 469.
-
2 νηπιέη
νηπιέη, ἡ, Unmündigkeit, Kindheit; kindische Unbeholfenheit; gew. kindisches Wesen, Torheit -
3 δεύω
δεύω, benetzen, befeuchten; verwandt διαίνω? oder δύω, δύνω? Hom. nur praes. u. impf.; z. B. ἐκ δ' αὶμα μέλαν ῥέε, δεῠε δὲ γαῖαν Il. 13, 655; εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od. 7, 260; πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ 5, 53; δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Iliad. 9, 570; ὥρῃ ἐν είαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει, Milch netzt die Gefäße, d. i. füllt sie, Il. 2. 471. Das einzige Homerische composit., καταδεύω, erscheint an der einzigen Stelle, wo es bei Homer vorkommt, Iliad. 9, 490, im aorist., πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήϑεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ. – Eur. Phoen. 674, c. gen., αἵματος δ' ἐδευσε γαῖαν; auch in Prosa, μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Plat. Legg. VI, 782 c; von der Asche, σποδιῇ δευόμεναι πλόκαμον, Ep. ad. 482 (VII, 10). Einen aor. δεύεσαν ἀφρῷ hat Ou. Sm. 4511. Uebertr., a) ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα, Soph. Ai. 369, d. i. vergießen. – b) bei Xen. Oec. 10, 11 ist δεῦσαι καὶ μάξαι verbunden, einweichen u. kneten; vgl. ἄρτον ὕδατι Cyr. 6, 2, 28; εἰμὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Eupol. fr. inc. 40; μάττω, δεύω, πέττω, Ar. Poll. 7, 24; γῆν ὕδατι, beim Ziegelstreichen, Plut. fort. g. E. (p. 309); Dion. Hal. 7, 72; Suid. erkl. δέδευκε, πεφύρακε. – c) δᾷδες πίσσῃ καὶ ῥητίνῃ δεδευμέναι, bestrichen, Herodian. 8, 4, 30.
-
4 νηπιάα
νηπιάα, ἡ, kindisches Wesen, Kinderei, νηπιάας ὀχέειν, Kinderei treiben, Od. 1, 297. Vgl. νηπιέη.
-
5 νηπίεος
νηπίεος, zum Kinde gehörig, νηπιέη χείρ, des Kindes, Opp. Hal. 3, 585.
-
6 ἀλεγεινός
ἀλεγεινός, ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεϑρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνϑα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε ϑνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσϑαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
-
7 νηπίεος
νηπίεος, zum Kinde gehörig; νηπιέη χείρ, des Kindes
См. также в других словарях:
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek
νηπιέη — νηπίεος fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιάα fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέῃ — νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέηι — νηπιέῃ , νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέα — νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc/acc dual νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc/acc dual (epic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιέη childhood fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέας — νηπιέᾱς , νηπίεος fem acc pl νηπιέᾱς , νηπίεος fem gen sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem acc pl (epic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem gen sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem acc pl νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπίεος — νηπίεος, έα, ον (Α) [νηπιέη] νήπιος («χεῑρα νηπιέην», Οππ.) … Dictionary of Greek
νηπιάα — νηπιάα, ἡ (Α) βλ. νηπιέη … Dictionary of Greek
νηπιέαις — νηπίεος fem dat pl νηπιάα fem dat pl (epic) νηπιέη childhood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιέην — νηπίεος fem acc sg (epic ionic) νηπιάα fem acc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)