-
121 ζήλωμα
A that which is emulated: object of envy or ambition, Phld.Rh.2.27S.: in pl., high fortune, E.IT 379;ζ. τυραννικά D.H.7.55
.II in pl. also, emulous efforts, rivalries,νέων ζ. Aeschin.1.191
, AP7.219 (Pomp. Jun.), cf. D.19.260. -
122 ζήτησις
A seeking, search for,κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44
; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55;ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66
;ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht. 196d
, etc.;τῆς τροφῆς Th.8.57
;τῆς ἀληθείας Id.1.20
.2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43.3 inquiry, investigation, esp. of a philosophic nature, Pl.Cra. 406a, Ap. 29c, al.;περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti. 47a
; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr. 244c: in pl., Id.Phd. 66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S.4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy. 237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζήτησις
-
123 ζωγρέω
A take, save alive, take captive instead of killing,ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46
, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.;εἷλε.. καὶ ἐζώγρησε Id.3.52
;τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92
; ; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg. 868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph.,ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10
; of ships, :—[voice] Pass., Hdt.1.66,5.77.II restore to life and strength, revive, (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive,ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7
(Thrace, ii A.D.). -
124 θηρευτής
A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41;ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325
; soθ. ἄνδρες Hes.Sc. 303
, 388;κύνες Thgn.1254
, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA 614a10;θ. ἰξός
birdlime,AP
5.99.2 metaph.,θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph. 231d
, cf. Chor.p.67 B.;καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτής
-
125 καθέλκω
A ,καθελκύσω Luc.DDeor.21.1
: [tense] aor. part.καθελκύσαντες Th.6.34
: [tense] pf.καθείλκῠκα D.5.12
:—[voice] Pass., [tense] aor. and [tense] pf. (v. infr.):1 of ships, draw to the sea, launch, E.Hel. 1531, Ar.Ach. 544, Eq. 1315, Isoc.4.118;καθεῖλκον ναῦς ἐς τὸν Πειραιᾶ Th.2.94
: abs., Phld.Mus.p.15 K.,al.:—[voice] Pass.,τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς θάλασσαν Hdt.7.100
; .2 draw down, depress the scale, Ar.Ra. 1398: metaph., outweigh,καθέλκει δρῦν πολὺ τὴν μακρὴν ὄμπνια Θεσμοφόρος Call.Aet. Oxy.2079.9
; [ ἡ τροφὴ]τοῖς λοιποῖς.. ἰσοσθενεῖ καὶ κ. τὰ πάντα Gal. 19.190
.3 in building, carry down, τὰ σκέλη καθείλκυσται the long walls have been carried down to the sea, Str.8.6.22.II metaph., drag down,τὸ Χεῖρον.. καθελκυσθὲν συνεφελκύσασθαι τὸ μέσον Plot.2.9.2
, cf. Luc.Apol.11.2 constrain. compel, BGU648.12 (ii A.D.), POxy.899.25 (iii A.D.);τινὰ εἰς φιλανθρωπίαν Lib.Or.15.29
([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέλκω
-
126 κακκανῆν
A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f ( κακάνειν codd.), 959b ( κακύνειν codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακκανῆν
-
127 καταδέω
A bind on or to, bind fast, πρυμνήσια, ἱστόν, Il.1.436 (tm.), Od.2.425 (tm.);ἵππους μὲν κατέδησαν.. ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il.10.567
;ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν 8.434
;ἐμὲ μὲν κατέδησαν.. ἐνὶ νηΐ Od.14.345
;κ. λάρνακας Hdt.3.123
:—[voice] Pass.,καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.122
; (lyr.) (soμανίη καταδεῖ τινα Hermesian.7.85
);καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Pl. Phd. 83d
;γλῶττα -δεδεμένη Arist.HA 492b32
:—[voice] Med., bind to oneself,ἀγχόνιον βρόχον κατεδήσατο E.Hel. 687
(lyr.);σπόγγους περὶ τὰ ὦτα Arist.Pr. 960b15
: metaph., ἀριθμῷ καταδήσασθαι tie up for oneself in lots, D.H.Rh.11.3;καταδησαμένη τινὰ ὁρκίοις Parth.12.3
.b κ. τι ἀπό or ἔκ τινος, metaph., establish securely, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν ὠφέλειαν ἀπὸ [ τοῦ συλλογισμοῦ] Procl.in Alc.p.252 C., cf. Simp. in de An.15.34.3 put in bonds, imprison, Hdt.3.143, Th.8.15, Pl.Ti. 70e, etc.; κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.5.72.III bind by spells, enchant (with [tense] fut.- δήσομαι Theoc.2.3
), Din.Fr.6.7 ([voice] Pass.), SIG1175.2 (iv/iii B.C.), etc.;κ. τὸ ἐργαστήριόν τινος Tab.Defix.71.2
(iii B.C.);κ. τινὰ γλῶτταν καὶ ψυχὴν καὶ λόγον Tab.Defix.Aud.49.1
(iv/iii B. C.); γοητεῦσαι καὶ κ., of Cleopatra, D.C.50.5:—[voice] Pass., Tab.Defix.107a2, Clearch.38, Plu.2.378f; cf. καταδηνύω, καταδίδημι.------------------------------------καταδέω (B),A lack, need, c. gen., esp. of numbers, ἡ [ ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς]μὴ εἶναι πεντακοσίων Hdt.2.7
;πυραμίδα.. εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων
wanting20
feet of 3 plethra, ib. 134;ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος.. καταδέουσαι Id.9.30
, cf. 70; [ τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέω
-
128 καταλαμπρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμπρύνω
См. также в других словарях:
Νεών — Νεῶν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεών — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ν. ο μάρτυς. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Απριλίου. 2. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * νεών, ὁ (Α) νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς + κατάλ. ών (πρβλ … Dictionary of Greek
νεών — νεώ̆ν , ναός 2 Ma. masc acc sg (attic epic ionic) ναῦς ship gen pl (attic) νεών masc nom/voc sg νεώ̆ν , νεώς 2 Ma. masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεῶν — Νέη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεῶν — ναός 2 Ma. masc gen pl (attic epic ionic) ναῦς ship fem gen pl (epic doric ionic) νέα fem gen pl νεάω plough up pres part act masc voc sg νεάω plough up pres part act neut nom/voc/acc sg νεάω plough up pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέων — νέος young fem gen pl νέος young masc/neut gen pl νέος young masc/fem/neut gen pl (attic) νέω swim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) νέω 1 swim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) νέω 2 spin pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκάλα Νέων Κυδωνιών — Παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Κυδωνιών … Dictionary of Greek
Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό … Dictionary of Greek
Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης … Dictionary of Greek
Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία … Dictionary of Greek