-
21 νεό-στροφος
νεό-στροφος, neu, frisch gedreht, geflochten, νευρή, Il. 15, 469.
-
22 νεό-στεπτος
νεό-στεπτος, neu, frisch gekränzt, Opp. Hal. 1, 198.
-
23 νεό-σφαξ
-
24 νεό-σφακτος
νεό-σφακτος, = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.
-
25 νεό-σμηκτος
νεό-σμηκτος, neu, frisch abgerieben, blank gemacht; ϑώρηξ, Il. 13, 342; κάλαμος, Crinag. 4 (VI, 227); Plut. Aem. Paul. 32.
-
26 νεό-τρωτος
νεό-τρωτος, frisch, eben erst verwundet, Ath. II, 41 c.
-
27 νεό-τριπτος
νεό-τριπτος, = Vorigem, Nic. Al. 299.
-
28 νεό-τροφος
νεό-τροφος, frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.
-
29 νεό-τευκτος
νεό-τευκτος, neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
-
30 νεό-τμητος
νεό-τμητος, frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
-
31 νεό-τομος
νεό-τομος, = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.
-
32 νεό-τῡρος
νεό-τῡρος, ὁ, junger, frischer Käse, Alex. Trall.
-
33 νεό-φρων
-
34 νεό-φυτος
-
35 νεό-φατος
-
36 νεό-φαντος
νεό-φαντος, = νεοφανής (?).
-
37 νεό-φθαρτος
νεό-φθαρτος, neu, eben erst verderbt, vernichtet, Sp.
-
38 νεό-φθιτος
νεό-φθιτος, = Vorigem, Hesych.
-
39 νεό-φοιτος
νεό-φοιτος, eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).
-
40 νεό-φονος
νεό-φονος, frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.
См. также в других словарях:
Νέο Καρλόβασι — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ.) της Σάμου. Βρίσκεται προς τα βόρεια παράλια της Σάμου. Ήταν έδρα του πρώην δήμου Καρλοβασίων (21 τ. χλμ), στον οποίο ανήκαν και τα χωριά Σαμουλαίικα (υψόμ. 215 μ.), Σουρήδες (υψόμ. 220 μ.), το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και … Dictionary of Greek
Νέο Αγιονέρι — Sp Nèo Agionèris Ap Νέο Αγιονέρι/Neo Agioneri L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Εράσμιο — Sp Nèo Erãsmijas Ap Νέο Εράσμιο/Neo Erasmio L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Καρλοβάσι — Sp Nèo Karlovãsis Ap Νέο Καρλοβάσι/Neo Karlovasi L Graikija (Samas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Μοναστήρι — Sp Nèo Monastỹris Ap Νέο Μοναστήρι/Neo Monastiri L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Πετρίτσι — Sp Nèo Petricis Ap Νέο Πετρίτσι/Neo Petritsi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Σούλι — Sp Nèo Sùlis Ap Νέο Σούλι/Neo Souli L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα ΝΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Νέο Αγρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας … Dictionary of Greek
Νέο Αμαρούσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (17 τ. χλμ.). Άλλοτε λεγόταν Δόλιανη … Dictionary of Greek
Νέο Άμστερνταμ — Πρώτος πυρήνας της σημερινής πόλης της Νέας Υόρκης, που ιδρύθηκε το 1625 με την εγκατάσταση αποίκων για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών. Βλ. λ. Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek