-
1 новость
новость ж το νέο, η είδηση· приятная \новость το ευχάριστο νέο* * *жτο νέο, η είδησηприя́тная но́вость — το ευχάριστο νέο
-
2 по-новому
επίρ.με το νέο, με το καινούριο•по-новому календарю με το νέο ημερολόγιο.
|| με το νέο τρόπο. -
3 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
4 известие
известие с η είδηση το νέο (новость)' последние —я το δελτίο ειδήσεων (ло радио)* * *сη είδηση; το νέο ( новость)после́дние изве́стия — το δελτίο ειδήσεων ( по радио)
-
5 новолуние
-
6 рекорд
рекорд м το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (τκ. спорт.)· побить \рекорд καταρρίπτω (или σπάζω) ρεκόρ; установить новый \рекорд σημειώνω νέα επίδοση (или νέο ρεκόρ)* * *мτο ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (тк. спорт.)поби́ть реко́рд — καταρρίπτω ( или σπάζω) ρεκόρ
установи́ть но́вый реко́рд — σημειώνω νέα επίδοση ( или νέο ρεκόρ)
-
7 новостройка
новостройкаж1. (строительство) ἡ νέα οίκοδομή, τό γιαπί·2. (новое здание) τό νέο χτίριο, τό νέον οίκοδόμημα, ἡ νεόκτιστη ὁΙκία, τό νέο σπίτι. -
8 молодить
-ложу, -лодишьρ.δ.μ. παρουσιάζω, φέρνω, κάνω πιο νέο•эта шляпа вас -ит αυτό το καπέλο σας φέρνει πιο νέο.
προσπαθώ να φαίνομαι πιο νέος, επιτηδεύομαι τον νέον, νεάζω. -
9 новорожденный
το νεογνόο/η νεό-τοκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > новорожденный
-
10 перелесок
το δασύλλιο, το μικρό (νέο) δάσοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перелесок
-
11 весть
вест||ьж ἡ εἰδηση [-ις], τό ἄγγελμα, τό μαντδτο, τό νέο:без \вестьи пропавший ὁ ἀγνοούμενος. -
12 известие
извести||ес \. ἡ είδηση [-ις], τό νέο, ἡ πληροφορία:приятное \известие ἡ εὐχάριστη είδηση· последние \известиея (по радио) τά τελευταία νέα, οἱ τελευταίες εἰδήσεις·2. мн. (периодическое издание) τό δελτίοΜ, τά πρακτικά:Известия Академии Наук СССР τό Δελτίον τής 'Ακαδημίας τῶν 'Επιστημών τής ΕΣΣΔ3. мн. (название газеты) ἡ Ίζβέστια -
13 молодить
молодитьнесов κάνω πιό νέο[ν]. -
14 молодиться
молодить||сяразг νεάζω, κάνω τόν νέο[ν]. -
15 молодой
молод||ой1. прил νέος, νεαρός:\молодойόε дерево τό δεντράκι· \молодой картофель ἡ φρέσκια πατάτα· \молодой месяц τό νέο φεγγάρι, ἡ νέα σελήνη· \молодойое виио́ τό καινούργιο κρασί·2. м уст. разг ὁ νεόνυμφος, ὁ νιόπαντρος· ◊ мо́лодо-зелеио εἶναι ἀγουρο τό μυαλό του. -
16 новизна
новизнаж τό νέο, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός. -
17 новоселье
новосельес1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία -
18 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
19 огорошивать
огорошиватьнесов, огорошить сов разг ξαφνιάζω, ξαφνίζω:\огорошивать новостью ξαφνιάζω μέ τό νέο. -
20 омолаживать
омолаживатьнесов, омолодить сов κάνω νέο(ν), ξανανιώνω.
См. также в других словарях:
Νέο Καρλόβασι — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ.) της Σάμου. Βρίσκεται προς τα βόρεια παράλια της Σάμου. Ήταν έδρα του πρώην δήμου Καρλοβασίων (21 τ. χλμ), στον οποίο ανήκαν και τα χωριά Σαμουλαίικα (υψόμ. 215 μ.), Σουρήδες (υψόμ. 220 μ.), το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και … Dictionary of Greek
Νέο Αγιονέρι — Sp Nèo Agionèris Ap Νέο Αγιονέρι/Neo Agioneri L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Εράσμιο — Sp Nèo Erãsmijas Ap Νέο Εράσμιο/Neo Erasmio L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Καρλοβάσι — Sp Nèo Karlovãsis Ap Νέο Καρλοβάσι/Neo Karlovasi L Graikija (Samas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Μοναστήρι — Sp Nèo Monastỹris Ap Νέο Μοναστήρι/Neo Monastiri L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Πετρίτσι — Sp Nèo Petricis Ap Νέο Πετρίτσι/Neo Petritsi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Σούλι — Sp Nèo Sùlis Ap Νέο Σούλι/Neo Souli L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέο Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στα ΝΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
Νέο Αγρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας … Dictionary of Greek
Νέο Αμαρούσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (17 τ. χλμ.). Άλλοτε λεγόταν Δόλιανη … Dictionary of Greek
Νέο Άμστερνταμ — Πρώτος πυρήνας της σημερινής πόλης της Νέας Υόρκης, που ιδρύθηκε το 1625 με την εγκατάσταση αποίκων για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας Δυτικών Ινδιών. Βλ. λ. Νέα Υόρκη … Dictionary of Greek